Crazy Love

25.02.2008
Μάλλον δεν χρειάζεται καν να το ομολογήσουμε, αλλά για ευνόητους λόγους ο νεοϋορκέζικος ταμπλόιντ τύπος των περασμένων δεκαετιών δεν έτυχε ποτέ να πέσει στα χέρια μας. Γι αυτό και όταν το «Crazy Love» έφτασε στα γραφεία του φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» μετά το πέρασμά του από το Σάντανς, το πρώτο πράγμα που αισθανθήκαμε ήταν σοκ

2007, περιοχής 1, widescreen (1.78:1), Μagnolia

Μάλλον δεν χρειάζεται καν να το ομολογήσουμε, αλλά για ευνόητους λόγους ο νεοϋορκέζικος ταμπλόιντ τύπος των περασμένων δεκαετιών δεν έτυχε ποτέ να πέσει στα χέρια μας. Γι αυτό και όταν το «Crazy Love» έφτασε στα γραφεία του φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» μετά το πέρασμά του από το Σάντανς, το πρώτο πράγμα που αισθανθήκαμε ήταν σοκ.

Το ντοκιμαντέρ του Νταν Κλόρες, ενός πετυχημένου υπεύθυνου PR και παραγωγού που σχεδόν κατά τύχη θρονιάστηκε στην καρέκλα του σκηνοθέτη, αφηγούνταν με σκανδαλιστική νηφαλιότητα ένα σίριαλ εμμονών που απλώθηκε μέσα στις δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα και που ούτε καν υποψιαζόμασταν την ύπαρξή του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, βαλθήκαμε να προπαγανδίσουμε την ταινία όσο μπορούσαμε ενόψει του φεστιβάλ. Αν και απ ό,τι φάνηκε δεν χρειαζόταν, αφού αυτός εδώ ο τρελός έρωτας έβγαζε μάτι από χιλιόμετρα μακριά.

Κάνοντας ένα εντυπωσιακό μπάσιμο με τον λακωνικό ορισμό περί εμμονής και του τι σημαίνει να είσαι μπλεγμένος στον ιστό της, το φιλμ σε τοποθετεί εξαρχής στον προθάλαμο της φρίκης και ύστερα κάνει απότομη στροφή στο παιδικό παραμύθι: Ηταν κάποτε ο Μπερτ, δικηγόρος με όχι και τόσο καθαρές διασυνδέσεις και μια περιέργως αυξανόμενη περιουσία, και η Λίντα, που για κάποιον επίσης περίεργο λόγο πολύ τον συμπάθησε και άρχισε να πηγαίνει βόλτες με το λίαρ τζετ και τη λιμουζίνα του. Και ενώ ήδη μυριζόμαστε την έκρηξη που πρόκειται να ακολουθήσει(και θα ακολουθήσει ακριβώς σε τρεις πράξεις, ό,τι πρέπει για έναν storyteller), χαζεύουμε το αρχειακό υλικό των πρωταγωνιστών με τον ίδιο τρόπο που «ταϊζουμε» ένα τζουκ μποξ ή ένα φλιπεράκι. Αυτό που θα ακολουθήσει ανάμεσα στον Μπερτ και τη Λίντα είναι η παρανοϊκή παρέκκλιση της πεισματικά ανέφελης Αμερικής του 50.

Ισως γι αυτό τον λόγο η ταινία να μου θύμισε εξαρχής το αριστουργηματικό «Συλλαμβάνοντας Τους Φρίντμαν» που είδαμε πριν απότέσσερα χρόνια από τον Αντριου Τζαρέκι, απόπειρα εξιχνίασης ενός σκανδάλου παιδεραστίας και σύγκρουση με ένα πεισματικά σιωπηλό μυστήριο, θαμμένο κάτω από την αυτιστική γαλήνη των αμερικανικών προαστίων. Χωρίς να καταφεύγει στη δομική πολυπλοκότητα του Τζαρέκι, ο Κλόρες αντιλαμβάνεται επίσης ότι κάθε σωστό ντοκιμαντέρ είναι μια ταινία μυστηρίου και ότι την άκρη του νήματος της Αριάδνης πιθανότατα δεν θα τη βρούμε ποτέ. Αφήνοντας τους ήρωές του να μιλάνε, δηλαδή να επαναλαμβάνουν το ίδιο ποίημα που πλάσαραν ξανά και ξανά στις τηλεοπτικές εκπομπές περασμένων δεκαετιών, μας προσκαλεί να ακούσουμε κυρίως όσα δεν λέγονται. Οχι κατ ανάγκη επειδή αποσιωπούνται, αλλά ίσως επειδή είναι απλούστατα αδύνατο να ειπωθούν. Αντί να ενδώσει στον πειρασμό μιας χοντροκομμένης ψυχανάλυσης ή του «στριμώγματος» των πρωταγωνιστών με τις πιο προφανείς απορίες, το «Crazy Love» θα παρακολουθήσει τον μύθο να χτίζεται με τους δικούς του όρους και γι αυτό ακριβώς να καταλήγει με μαθηματική ακρίβεια στην απομυθοποίηση. Μήπως αυτό που εκτυλίχθηκε δεν ήταν ακριβώς μια ιστορία τεράτων; Μήπως ο Μπερτ και η Λίντα αφήνουν ανοιχτό μέχρι και το ενδεχόμενο της ταύτισης;

Ο Μπερτ, ο αμετανόητος και μάλλον γλοιώδης γυναικάς, που λίγο ή πολύ ήξερε τον τρόπο να έχει καμιά δεκαριά Λίντες στο πιάτο του, που είχε μάθει να πληρώνει τα πάθη του τοις μετρητοίς και όχι με τόκους. Και η Λίντα, κάτι σαν χυμώδης εκδοχή της Νάταλι Γουντ, που έπαθε και έμαθε για κάθε κουβέντα που λέει να κρύβει κάποια άλλη. Η Λίντα με την ακριβοθώρητη παρθενιά της, η υπεράσπιση της οποίας κάπου στα μισά του δρόμου θα ξεχαστεί, και με ένα εξόφθαλμα ωφελιμιστικό προσωπείο στις επιλογές της, αρκετό ώστε να μας κρύβει όπως όπως τις αβύσσους της πραγματικότητας.

Καταλάβατε τώρα; Η απόσταση μεταξύ των οριακών τιμών της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του «μέσου όρου» κατά κανόνα δεν είναι ποιοτική αλλά ποσοτική. Αυτός είναι ο ευγενέστερος των σκοπών που μπορεί να πετύχει η ταινία του Κλόρες: να σε κάνει να κοιτάξεις πίσω από τη μαγική εικόνα του αξιοπερίεργου, του τσίρκου όπου δύο freaks ξεπουλάνε τις ακρότητές τους σε τιμή ευκαιρίας. Και να συνειδητοποιήσεις ίσως, παρά τις αντιστάσεις σου, ότι το «Crazy Love» θα μπορούσε τελικά να φέρει τον πιο ταιριαστό τίτλο «Ενας Αντρας Και Μια Γυναίκα».

(Η έκδοση δεν περιλαμβάνει extras, ούτε ελληνικούς υπότιτλους)

Kωνσταντίνος Σαμαράς