FYI

Η Κρατική Ορχήστρα στο Θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης» στον Αγ. Ι. Ρέντη

09.06.2015
Σάββατο 13 Ιουνίου, 21.00 Θέατρο Μίκης Θεοδωράκης – Αγ. Ι. Ρέντης

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΒΡΑΔΙΑΣ

ΤΖΟΑΚΙΝΟ ΡΟΣΣΙΝΙ (1792 – 1868)

Εισαγωγή από την όπερα «Ο κουρέας της Σεβίλλης»

ΑΝΤΟΝΙΟ ΒΙΒΑΛΝΤΙ (1678 – 1841)

Κοντσέρτο για δύο τρομπέτες και έγχορδα σε ντο μείζονα, RV 537

ΓΙΟΖΕΦ ΧΟΡΟΒΙΤΣ (γεν. 1926)

Concertino Classico για δύο τρομπέτες και ορχήστρα δωματίου σε σι ύφεση μείζονα

ΖΩΡΖ ΜΠΙΖΕ (1838 – 1875)

Αποσπάσματα από τις δύο ορχηστρικές σουίτες από την όπερα «Κάρμεν»

ΓΙΟΧΑΝ ΣΤΡΑΟΥΣ ο νεώτερος (1825 – 1899)

Αυτοκρατορικό Βαλς (Βαλς του Κάιζερ), έργο 437

Σολίστ: Παναγιώτης Καίσαρης – Γιάννης Καραμπέτσος, τρομπέτες

Μουσική διεύθυνση: Nicolas Krauze

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΕΡΓΑ

ΤΖΟΑΚΙΝΟ ΡΟΣΣΙΝΙ (1792 – 1868)

Εισαγωγή από την όπερα «Ο κουρέας της Σεβίλλης»

Το Δεκέμβριο του 1815 ο Ροσσίνι, είκοσι τριών ετών τότε, έλαβε παραγγελία από το Teatro Argentina της Ρώμης, να γράψει μία καινούρια κωμική όπερα. Έτσι, σε στενή συνεργασία με τον λιμπρετίστα Τσέζαρε Στερμπίνι συνέθεσε -μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα- τον Κουρέα της Σεβίλλης (αρχικά η όπερα είχε τον τίτλο Αλμαβίβα), που βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Πιερ Μπωμαρσαί. Η όπερα ανέβηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1816 και σύντομα καθιερώθηκε ως ένα από τα πιο διασκεδαστικά αλλά και ευφυή μουσικά έργα του Ιταλού συνθέτη αλλά και της ιταλικής κωμικής όπερας (opera buffa) εν γένει. Η ορχηστρική της εισαγωγή δεν εμπεριέχει κανένα θέμα από όσα χρησιμοποιούνται παρακάτω στην όπερα, αφού αυτή είχε χρησιμοποιηθεί από τον συνθέτη ως εισαγωγή και σε δύο προγενέστερες όπερές του. Παραδόξως και τα δύο αυτά έργα ήταν δραματικού χαρακτήρα και είναι εντυπωσιακό πώς η ίδια εισαγωγή λειτουργεί τόσο καλά ως μουσικός πρόλογος ενός κωμικού έργου. Η απήχησή της οφείλεται κυρίως στα λαμπερά της θέματα, άλλοτε λυρικά σαν άριες και άλλοτε εύθυμα και χορευτικά, αλλά και σε ένα εντυπωσιακό ορχηστρικό crescendo, ενδεικτικό του λεγόμενου «κρεσέντο του Ροσσίνι».

ΑΝΤΟΝΙΟ ΒΙΒΑΛΝΤΙ (1678 – 1841)

Κοντσέρτο για δύο τρομπέτες και έγχορδα σε ντο μείζονα, RV 537

Ο μεγάλος εκπρόσωπος της ιταλικής μπαρόκ μουσικής έγραψε δεκάδες κοντσέρτων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν αναμφίβολα οι διάσημες «Τέσσερις Εποχές». Για το Κοντσέρτο για δύο τρομπέτες δεν είναι γνωστός ούτε ο ακριβής χρόνος ούτε ο λόγος σύνθεσής του, αν και εικάζεται πως πρέπει να ήταν κάποια επίσημη περίσταση, λόγω του πανηγυρικού και λαμπερού χαρακτήρα της μουσικής. Το Κοντσέρτο αποτελείται, όπως ήταν το σύνηθες, από τρία μέρη (γρήγορο, αργό, γρήγορο), με το δεύτερο να λειτουργεί ως μία συντομότατη μετάβαση χωρίς την παρουσία των σολίστ. Το μέρος αυτό αποτελεί αυτούσια αντιγραφή του αντίστοιχου αργού μέρους από το Κοντσέρτο για έγχορδα RV 110, ενώ υλικό του τρίτου μέρους συνιστά μία ευφάνταστη επεξεργασία του θεματικού υλικού από το πρώτο μέρος του προαναφερθέντος Κοντσέρτου. Οι δύο σολίστ άλλοτε παίζουν παράλληλα και άλλοτε αναπτύσσουν έναν δυναμικό αντιστικτικό διάλογο μεταξύ τους, σε κάθε περίπτωση με περάσματα όλο λάμψη και υψηλές δεξιοτεχνικές απαιτήσεις.

ΓΙΟΖΕΦ ΧΟΡΟΒΙΤΣ (γεν. 1926)

Concertino Classico για δύο τρομπέτες και ορχήστρα δωματίου σε σι ύφεση μείζονα

Αν και γεννήθηκε στη Βιέννη, ο εβραϊκής καταγωγής Γιόζεφ Χόροβιτς κατέφυγε με την οικογένειά του στη Βρετανία το 1938, για να ξεφύγει από τις διώξεις των ναζί. Έκτοτε ζει και εργάζεται εκεί παράγοντας ένα πλούσιο συνθετικό έργο, που περιλαμβάνει συμφωνική μουσική, μπαλέτα, μουσική δωματίου, καθώς και μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. To 1985 συμπληρώθηκαν τρεις αιώνες από τη γέννηση τριών μεγάλων συνθετών, και συγκεκριμένα του Ντομένικο Σκαρλάτι, του Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ και του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Την τριπλή αυτή επέτειο τίμησε ο συνθέτης γράφοντας εκείνη τη χρονιά το Κλασικό Κοντσερτίνο για δύο τρομπέτες και σύνολο χάλκινων πνευστών ή ορχήστρα εγχόρδων. Η τυπική τριμερής δομή του έργου αλλά και η συχνά αντιστικτική γραφή, ιδίως στο πρώτο και το τρίτο μέρος, αποτίνουν προφανώς φόρο τιμής στους τρεις μεγάλους Δασκάλους του μπαρόκ. Παράλληλα είναι εμφανής η επιρροή από τη μουσική τζαζ, που γενικά έχει επηρεάσει τον συνθέτη έντονα. Βαθύς γνώστης και λάτρης του ήχου των πνευστών (που κυριαρχούν σε πληθώρα έργων του), ο Χόροβιτς αναδεικνύει στο έπακρο τον διεισδυτικό και διαυγή ήχο της τρομπέτας αλλά εξερευνά και την πιο αισθησιακή πτυχή του ήχου της στο αισθαντικό αργό μέρος του έργου.

ΖΩΡΖ ΜΠΙΖΕ (1838 – 1875)

Αποσπάσματα από τις δύο ορχηστρικές σουίτες από την όπερα «Κάρμεν»

Οι πρώτες παραστάσεις της όπερας Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ, που βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ, δόθηκαν στο Παρίσι το 1875 και ήταν κάθε άλλο παρά επιτυχημένες. Ο συνθέτης πέθανε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, χωρίς να προφτάσει να βιώσει την μετέπειτα θριαμβευτική πορεία της όπεράς του, που άρχισε να γίνεται αποδεκτή από το διεθνές κοινό αλλά και από μεγάλους συνθέτες με ανυπόκριτο θαυμασμό. Σήμερα πλέον η Κάρμεν είναι μία από τις πιο πολύ παρουσιαζόμενες όπερες παγκοσμίως• πολλές από τις εξαίσιες μελωδίες της είναι αναγνωρίσιμες και αγαπητές ακόμα και από ανθρώπους που έχουν ελάχιστη σχέση με τον κόσμο της όπερας, ενώ πολλοί συνθέτες έχουν εμπνευστεί έργα βασισμένα στη μουσική της Κάρμεν. Μετά τον θάνατο του Μπιζέ ο ομότεχνος και συμπατριώτης του, Ερνέστ Γκυρώ, σχηματοποίησε δύο ορχηστρικές σουίτες που περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη μουσική της όπερας. Όπως ήταν απόλυτα αναμενόμενο, οι σουίτες αυτές έχουν κατακτήσει μία σταθερή θέση στο ρεπερτόριο των συμφωνικών συναυλιών προσφέροντας πάντα την ευκαιρία μίας ακόμα επαφής με τη διαχρονικά σαγηνευτική μουσική του Μπιζέ.

ΓΙΟΧΑΝ ΣΤΡΑΟΥΣ ο νεώτερος (1825 – 1899)

Αυτοκρατορικό Βαλς (Βαλς του Κάιζερ), έργο 437

Ο Γιόχαν Στράους ο νεώτερος, γόνος μουσικής οικογενείας και γνωστός ως «βασιλιάς του βαλς», αποτέλεσε στην εποχή του δεσπόζουσα φυσιογνωμία στα μουσικά πράγματα της Βιέννης. Το πλούσιο έργο του, που αποτελείται κυρίως από βαλς, πόλκες, εμβατήρια και οπερέτες, γνώρισε πλατιά απήχηση. Ο συνθέτης του διάσημου «Γαλάζιου Δούναβη», έγραψε το Αυτοκρατορικό Βαλς («Βαλς του Κάιζερ») το 1889 κατά παραγγελία του αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ, με αφορμή την επίσκεψή του στο Βερολίνο, στην αυλή του Γερμανού αυτοκράτορα («Kaiser» στα γερμανικά) Γουλιέλμου Β’. Μία αργή και στιβαρή εισαγωγή δημιουργεί μία ιδανική ατμόσφαιρα για την διαδοχική παράθεση τεσσάρων γρήγορων και ανάλαφρων βαλς.