Άνιση Φαίδρα με οσκαρικό υπόβαθρο (***)

13.07.2009
Στο κατάμεστο θέατρο της Επιδαύρου απολαύσαμε το Σάββατο 11 Ιουλίου την πλέον αναμενόμενη παράσταση των φετινών Επιδαυρίων, τη «Φαίδρα» του Ρακίνα στην ελεύθερη απόδοση του Τεντ Χιούζ, με πρωταγωνίστρια την πολυβραβευμένη και οσκαρική Έλεν Μίρεν, σε σκηνοθεσία του διευθυντή του Εθνικού Βρετανικού Θεάτρου, Νίκολας Χάιτνερ.
Στο κατάμεστο θέατρο της Επιδαύρου απολαύσαμε το Σάββατο 11 Ιουλίου την πλέον αναμενόμενη παράσταση των φετινών Επιδαυρίων, τη «Φαίδρα» του Ρακίνα, στην ελεύθερη απόδοση του Τεντ Χιούζ, με πρωταγωνίστρια την πολυβραβευμένη και οσκαρική Έλεν Μίρεν, σε σκηνοθεσία του διευθυντή του Εθνικού Βρετανικού Θεάτρου, Νίκολας Χάιτνερ.

Το έργο πραγματεύεται το ανεξέλεγκτο πάθος της Φαίδρας για τον θετό της γιο, Ιππόλυτο. Η ηρωίδα με την πεποίθηση πως ο σύζυγός της Θησέας σκοτώθηκε στο μακρινό του ταξίδι, αποκαλύπτει αρχικά στην τροφό της και εν συνεχεία στον ίδιο τον Ιππόλυτο τους μύχιους πόθους της και χάνεται στους εφιάλτες της. Όταν, όμως, ο Θησέας επιιστρέφει απροσδόκητα και ανέλπιστα σώος και αβλαβής, η Φαίδρα τρομοκρατημένη κατηγορεί τον Ιππόλυτο ότι επιχείρησε να τη βιάσει. Το αποτέλεσμα είναι να ξεκινήσει ένας τραγικός κύκλος θανάτου.

Η παράσταση προσέλκυσε πλήθος κοσμικών κύκλων (ιδιαίτερα την Παρασκευή) και παρόλο που απέσπασε ενθουσιώδες χειροκρότημα από το κοίλο του θεάτρου, δεν κατάφερε να μας απογειώσει. Αντ΄ αυτού βιώσαμε μία άνιση θεατρική εμπειρία, καθώς η σκηνοθεσία του Χάιτνερ ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και δεν ήταν λίγες οι φορές που αισθανθήκαμε πως οι ηθοποιοί έπαιρναν πάνω τους όλο το βάρος, προσπαθώντας με τις στιβαρές τους ερμηνείες να υπερκαλύψουν τα κενά μιας υπέρ του δέοντος μινιμαλιστικής και σε πολλά σημεία συντηρητικής σκηνοθετικής προσέγγισης. Μοναδικό «εύρημα» του Χάιτνερ στάθηκε η υπερβολική χρήση της θυμέλης από τους ηθοποιούς στις στιγμές των δραματικών τους μονολόγων και στις επικλήσεις τους στο θείο, με «αποκορύφωμα» το σπάσιμο μιας κανάτας με κόκκινο κρασί -γεγονός που ομολογουμένως μας ενόχλησε.

Ανύπαρκτοι ήταν και οι φωτισμοί. Ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί έπρεπε να χρησιμοποιηθούν οι δύο πλαϊνές κερκίδες του κάτω διαζώματος (με τον τρόπο αυτό ακυρώθηκαν πολλές θέσεις του κοινού) και για ποιο λόγο έπρεπε να τοποθετηθούν δύο 16μετροι (!) πύργοι για την τοποθέτηση προβολέων. Το σταθερό σε ένταση λευκό και αχνό κίτρινο φως κυριαρχούσε ως επί το πλείστον, μη προσδίδοντας κάτι παραπάνω ούτε στην ατμόσφαιρα της παράστασης ούτε στις ερμηνείες των ηθοποιών. Κάτι τέτοιο ίσως δικαιολογούταν αν η παράσταση δεν είχε δυνατές στιγμές, στιγμές προς φωτιστική εκμετάλλευση. Αντίθετα όμως, το κείμενο του Ρακίνα βρίθει έντονων στιγμών (όπως η ερωτική εξομολόγηση της Φαίδρας προς την τροφό της και τον Ιππολυτο, οι σκηνές ανάμεσα στον Θησέα και τον Ιππόλυτο, καθώς και η τελευταία σκηνή που η Αρικία βγαίνει με το άψυχο κορμί του) και γι΄ αυτό περιμέναμε μία πιο ευφάνταστη και ευρηματική αξιοποίηση των φωτιστικών εγκαταστάσεων, αλλά και του λιτού σκηνικού που απαρτιζόταν από 5 μεταλλικές καρέκλες και μία σιδερένια επικλινή κατασκευή σε μοβ-μιλιτέρ χρωματισμό.

Παρόλα τα αρνητικά της, η παράσταση τελικά «σώθηκε» και μας κέρδισε αφενός μεν με το μυώδη, ρέοντα, απλό, αλλά και ποιητικό λόγο του Τεντ Χιουζ, αφετέρου δε με τις ερμηνείες των ηθοποιών.

Η Έλεν Μίρεν έδωσε μία μοναδική ερμηνεία στο ρόλο της Φαίδρας αποδεικνύοντας τη μεγάλη υποκριτική της στόφα, καθώς κατάφερε να αποδώσει με σπαρακτικό και συγκινητικό τρόπο όλεςις διακυμάνσεις της ψυχολογίας της ηρωίδας του Ρακίνα που παράπαιε από το πρώτο λεπτό χτυπημένη από τα βέλη της θεάς Αφροδίτης.

Εξίσου συγκλονιστική ήταν η ερμηνεία της Μάργκαρετ Τύζακ στο ρόλο της Οινόνης, της τροφού της Φαίδρας που προσπαθεί με κάθε τρόπο να σώσει το αγαπημένο της «παιδί» από τις τραγικές συνέπειες των ανόσιων συναισθημάτων της.

Ο Ιππόλυτος, Ντομινίκ Κούπερ μας εξέπληξε, καθώς παρά το νεαρό της ηλικίας του κατόρθωσε να δώσει μία εξίσου αξιοπρεπή και έντιμη ερμηνεία στο αργολικό θέατρο, ενώ θερμό χειροκρότημα απέσπασε από το κοινό και ο Θηραμένης, Τζον Σράπνελ.

Μοναδική παραφωνία στις εξαίρετες στο σύνολό τους ερμηνείες στάθηκε ο Θησέας, που ερμήνευσε ανεπιτυχώς ο Στάνλεϊ Τόουνσεντ. Η φιγούρα του παρέπεμπε περισσότερο σε καρικατούρα και τίποτα δεν θύμιζε το μεγάλο Αθηναίο ήρωα.

Γεωργία Οικονόμου