Ένας σαραντάχρονος άντρας ζει μέσα στο αυτοκίνητό του. Στον ελεύθερο χρόνο του συναντάει τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του συγκεκριμένες ώρες και ημέρες σε πάρκινγκ αυτοκινήτων. Η δουλειά του είναι να βρίσκει και να μεταφέρει το καλύτερο μέλι που υπάρχει σε έναν άντρα 50 ετών. Η εμφάνιση ενός ανταγωνιστή οδηγεί στην απόλυση του άντρα. Η ζωή του αλλάζει και εκείνος στρέφεται στις μηχανές.

“L” είναι το πρώτο γράμμα της αγγλικής λέξης “learner” (μτφ. μαθητής) και το σήμα που χρησιμοποιούν οι σχολές οδηγών αλλά και οι νέοι σοφέρ ως προειδοποιητικό σήμα. Ένας μαθητής είναι και ο πρωταγωνιστής αυτής της πρωτότυπης κομεντί. Χρησιμοποιώντας μια τόσο κυριολεκτικά λογική που καταντά σουρεαλιστική ιστορία ως παραβολή για την ανθρώπινη κατάσταση, το “L” ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα με την ίδια αφέλεια που ο πρωταγωνιστής της διατηρεί την πίστη του στη ζωή.

Ο Αυτοκινητιστής του Άρη Σερβετάλη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Άνθρωπος, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με μία βίαιη εξέλιξη στη ζωή του (εδώ την απόλυση από μία δουλειά που αγαπά) και αποφασίζει να αλλάξει για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Συνηθισμένος να ανήκει σε μία φάρα, προσεταιρίζεται τους Μηχανόβιους και μαθαίνει τα πάντα από την αρχή, αγνοώντας την απόρριψη της οικογένειάς του και των φίλων του. Έχει όμως στ’ αλήθεια σημασία αν κανείς οδηγεί μηχανή, αυτοκίνητο ή αεροπλάνο; Και σε τι βαθμό προσδιορίζεται η ταυτότητά μας από την ιδιότητά μας; Είμαστε τελικά αυτό που κάνουμε;

Με αποστασιοποιημένες ερμηνείες και μινιμαλιστική σκηνοθεσία, το “L” μπορεί να θυμίσει σε πολλούς τον “Κυνόδοντα” και τα στυλιστικά του αδερφάκια, αλλά το ντεμπούτο του Μπάμπη Μακρίδη διαθέτει σε αφθονία ένα απρόσμενο συστατικό - το χιούμορ. Κωμικές στιγμές ξεπηδούν στις πιο δραματικές καταστάσεις, φέρνοντας τον επιφυλακτικό θεατή σε αμηχανία: “είναι άραγε σωστό να γελάσω τώρα;”. Και παρόλο που σε στιγμές η πλάστιγγα μοιάζει να γέρνει αβέβαιη πότε προς την κωμωδία και πότε προς το δράμα, είναι αυτή η ακομπλεξάριστη αντιμετώπιση του υλικού που δίνει στο “L” τη δική του, ξεχωριστή ταυτότητα.

Συνεπής με την απλοϊκή ύπαρξη του πρωταγωνιστή της, η κάμερα δεν επιδίδεται σε τερτίπια ή εντυπωσιασμούς. Η επανάληψη -κύριο συστατικό της διαδικασίας της μάθησης- έχει τη δική της θέση σε αυτό το παράξενο σύμπαν: ίδιες λήψεις, ίδιοι διάλογοι, ακόμη και ίδια μουσική - μία κακοπαιγμένη ετέλεση της Σονάτας του Σεληνόφωτος. Είναι αναμενόμενο πως κάποιοι θα βρουν αυτή την -στα όρια της παιδικότητας- απλότητα κουραστική. Εκείνοι όμως που αναζητούν νέες κινηματογραφικές εμπειρίες, θα βρουν στο “L” µία από τις πιο παράξενες κωμωδίες που έχουν δει ποτέ.

Φαίδρα Βόκαλη

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ