Αθυρόστομη, αναιδής και πολύ απλά ανόητη, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του καλοκαιριού στις αίθουσες της Αμερικής (και αρκετών άλλων χωρών) συνεχίζει την αδιάκοπη παρακμή στην οποία έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια η μοντέρνα κινηματογραφική κωμωδία.

Χοντροκομμένα αστειάκια εφηβικής σύλληψης, πλακίτσες που μοιάζουν να προήλθαν από το τελευταίο θρανίο τάξεως γυμνασίου, αυθάδικο χιούμορ που ξοδεύεται στο να εκτοξεύει διαρκώς φτηνιάρικες ρατσιστικές, μισογύνικες και σεξιστικές βολές, ποπ αναφορές της δεκάρας και ένα σενάριο που μοιάζει με πρόχειρο κολάζ ιδεών και προχειρογραμμένων γκαγκς: αυτό είναι το κωμικό μενού που περιλαμβάνει το «Ted», η ιστορία ενός 35χρονου άντρα ο οποίος εξακολουθεί να έχει ως καλύτερο φίλο του το λούτρινο αρκουδάκι που τον συντροφεύει από τα παιδικά του χρόνια και το οποίο ήρθε στην ζωή με μαγικό τρόπο, όταν εκείνος ήταν ακόμη πιτσιρίκος. Μόνο που μερικά πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά στην ενήλικη ζωή του ήρωα, μια όμορφη σύντροφος προσπαθεί να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του και ο προοδευτικά όλο και πιο ανεύθυνος πλέον αρκούδος στέκεται εμπόδιο για το οριστικό πέρασμά του στην ωριμότητα.

Όπως η συνταγή την οποία εφαρμόζει στην δημοφιλή τηλεοπτική σειρά του, «Family Guy», έτσι και στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Σεθ Μακ Φάρλαν προσεγγίζει το υλικό του με ένα συμπτωματικό τρόπο που προσπαθεί να δελεάσει το κοινό του με αστραπιαία και εύκολα γελάκια, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να μετρηθούν ως πραγματικό χιούμορ. Η συνταγή είναι πολύ απλή: με την πρόφαση ενός συνειδητού παλιμπαιδισμού, ο Μακ Φάρλαν γυρίζει την πλάτη στην εξυπνάδα και το καλό γούστο και αδειάζει άτακτα στην ταινία ό,τι σαχλαμάρα περάσει από το κεφάλι του, με την ελπίδα ότι οι θεατές θα ανταποκριθούν.

Κάπως έτσι, πληρώνει κανείς εισιτήριο για το «Ted» και βλέπει μεταξύ άλλων τον Μαρκ Γουόλμπεργκ να τρώει κλωτσομπουνίδια από έναν αρκούδο (σε μια από τις χειρότερες σκηνές του φιλμ), τον πολύ καλό ηθοποιό Τζιοβάνι Ριμπίζι να ηγείται μιας αχρείαστης υποπλοκής που αφορά μια απαγωγή, τη Μίλα Κούνις να περιφέρεται υποτιμητικά από πλάνο σε πλάνο ως διακοσμητική γκόμενα που αδυνατεί να κερδίσει εξ ολοκλήρου το αγόρι της από την παιδική εμμονή του, την τραγουδίστρια Νόρα Τζόουνς να συμμετέχει σε μια ντροπιαστική cameo εμφάνιση και τον Σαμ Τζόουνς, πρωταγωνιστή του «Φλας Γκόρντον» (εκείνης της κιτς φαντασμαγορίας του ’80) να συμπράττει σε μια από τις πιο άνοστες pop culture παραπομπές που είδαμε τελευταία στο σινεμά.

Όλα αυτά δεν θα αποτελούσαν, ενδεχομένως, τόσο μεγάλο πρόβλημα, αν η ταινία κατόρθωνε να γίνει αστεία, πέρα από το να αγωνίζεται για να ληστέψει μερικά αυτόματα χαμόγελα που σβήνονται αστραπιαία από τη μνήμη. Το μόνο που κατορθώνει, ωστόσο, ο Μακ Φάρλαν είναι να μετατρέψει το ντεμπούτο του σε κάτι απείρως πιο κουτό και φαιδρό απ’ ότι είναι οι πολυάριθμοι ποπ στόχοι που τόσο εξυπνακίστικα επιχειρεί να παρωδήσει. Κρίμα μόνο που ο ίδιος αγνοεί, σε όλη την διάρκεια της μετριότατης ταινίας του, ότι το αστείο αποβαίνει εις βάρος του.