Η Γεύση της Εκδίκησης

15.02.2013
Το κεντρικό δίδυμο του Κόλιν Φάρελ και της Νούμι Ραπάς βάζει τα δυνατά του αλλά δεν μπορεί να σώσει το ατμοσφαιρικό αλλά τελικό λιγοστό «Dead Man Down» από τις σεναριακές τρύπες και υπερβολές του.

Διχασμένη ανάμεσα σε δύο μέρη στην αφήγησή της, κανένα από τα οποία δεν έχει αρκετό ζουμί ή πρωτοτυπία για να σταθεί μόνο του, η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Νιλς Άρντεν Όπλεφ (σκηνοθέτη μεταξύ άλλων και του σουηδικού «Κοριτσιού με το Τατουάζ») δεν τα καταφέρνει άσχημα στην δημιουργία ατμόσφαιρας και σασπένς, αλλά εκτίθεται ανεπανόρθωτα από τις σεναριακές της υπερβολές και το φινάλε της, που μοιάζει να προέκυψε από κάποιο πεταμένο προσχέδιο για το πέμπτο «Die Hard».

Ανώτερο αν και φορτωμένο με κλισέ, το ένα μέρος ακολουθεί την γνωριμία ανάμεσα στον Βίκτορ (Κόλιν Φάρελ), τσιράκι της ντόπιας Μαφίας, και την Μπεατρίς (Νούμι Ραπάς) που είναι ανεπανόρθωτα τραυματισμένη σωματικά και ψυχικά από ένα πρόσφατο ατύχημά της. Μη μπορώντας να ανεχθεί το θέαμα του υπεύθυνου για το ατύχημά της να κυκλοφορεί ελεύθερος, η Μπεατρίς ζητά από τον Βίκτορ να τον σκοτώσει απειλώντας τον ότι θα τον καταδώσει στην αστυνομία για τον φόνο που τον είδε να διαπράττει διέπραξε. Αυτός ο φόνος ανήκει στο δεύτερο πόλο της αφήγησης, που ξεδιπλώνει σιγά σιγά το (υπερβολικά περίπλοκο και ευάλωτο) σχέδιο του Βίκτορ για την δική του εκδίκηση και τα δικά του τραυματικά μυστικά.

Ο τρόπος με τον οποίο οι δύο αυτές ψυχές ενώνουν - σχεδόν παρά τη θέλησή τους - τις πορείες τους και προχωρούν, είναι απείρως πιο απλός και αναμενόμενος απ' ό,τι η ίδια η ταινία νομίζει, και αυτό ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος του σεναρίου, που μπερδεύει τις αχρείαστες επιπλοκές για βάθος, τη σοβαροφάνεια για τη δημιουργία ατμόσφαιρας, και την υπερβολή για ουσία. Κάποιες σκηνές τολμούν να κάνουν νύξη σε πραγματικά σκοτεινές, σχεδόν σαδιστικές μεριές των ηρώων και την μη αναστρέψιμη τραγωδία που είναι πια οι ζωές τους, αλλά η τόλμη της γρήγορα εξαφανίζεται για να δώσει στη θέση της σε απογοητευτικά βολικές, μαγικές λύσεις.

Όσο η ταινία περνά χρόνο με τον Φάρελ και τη Ραπάς, αφήνεται στην ενδιαφέρουσα δυναμική τους, και αυτό τουλάχιστον λειτουργεί. Η μεν Ραπάς δίνει συνέπεια και μια τρομακτική ενίοτε ένταση σε έναν ρόλο ο οποίος, παρά την σημαντική του συμβολή στη πλοκή, πλησιάζει επικίνδυνα συχνά στην απιθανότητα (και παραμορφωμένη δεν τη λες), δίπλα στον Κόλιν Φάρελ που καταφέρνει να είναι αξιοπρεπής και πειστικός, ακόμη και όταν καλείται να υποστηρίξει το βεβιασμένο και αναπόφευκτο ρομάντζο.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ