Ελένη Καραϊνδρου: «Ο Μάνος και ο Θόδωρος όπως τους έζησα»

27.05.2013
Την Παρασκευή 31 Μαΐου και το Σάββατο 1 Ιουνίου η Ελένη Καραΐνδρου δίνει δύο μοναδικές συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής παρουσιάζοντας μια επιλογή από τις φημισμένες μελωδίες που έγραψε για τις οκτώ τελευταίες ταινίες του πρόωρα χαμένου Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Πόσο μεγάλη ελληνική ψυχή μπορεί να διαθέτει κάποιος για να γράψει τη μουσική και τους στίχους στο συγκεκριμένο τραγούδι; «Νιώθω πολύ Ελληνίδα... Το τραγούδι είναι από το "Ταξίδι στα Κύθηρα" , το 1984, η πρώτη ταινία μου με τον Αγγελόπουλο».

Απέναντί μου η Ελένη Καραΐνδρου, η οποία την Παρασκευή 31 Μαΐου και το Σάββατο 1 Ιουνίου δίνει δύο μοναδικές συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής παρουσιάζοντας μια επιλογή από τις φημισμένες μελωδίες που έγραψε για τις οκτώ τελευταίες ταινίες του πρόωρα χαμένου Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Μαζί της η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ, το τζαζ τρίο Human Touch και η Δήμητρα Γαλάνη, η οποία ερμηνεύει τα τραγούδια των ταινιών.

Από το 1975 η Καραΐνδρου έχει υπογράψει τη μουσική σε 50 θεατρικές παραστάσεις, 22 κινηματογραφικές ταινίες και 15 τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα, συνεργαζόμενη, με κορυφαίους Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες, ανάμεσά τους ο Ζιλ Ντασέν και ο σύζυγός της Αντώνης Αντύπας.

Ο Ρικάρντο Μπερτοντσέλι έγραψε για εκείνη στη La Repubblica: «Ανήκει στους καλύτερους σύγχρονους συνθέτες της Ευρώπης και η συνεργασία της με τον Αγγελόπουλο αξίζει να περάσει στην ιστορία της κινηματογραφικής μουσικής, όπως του Νίνο Ρότα με τον Φελίνι». Η ζωή της αποδεικνύει τη δύναμη της ελληνικής ψυχής, αφού από ένα μικρό χωριό, το Τείχιο της Φωκίδας, θα βρεθεί να σπουδάζει πιάνο στο ωδείο και αργότερα στο Παρίσι:

«Ο πατέρας και ο παππούς μου έπαιζαν μαντολίνο. Δεν νομίζω όμως ότι σε αυτό οφείλεται η καριέρα μου. Για μένα όλα στη ζωή μου έγιναν τυχαία... Ο πατέρας μου ήταν μαθηματικός και όταν έπρεπε να πάω στο σχολείο, το 1948, ήρθαμε στους Αμπελοκήπους. Μας παραχωρήθηκε να μείνουμε το υπόγειο της Σχολής Νεστορίδη, στην οποία δίδασκε εκείνος. Ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα βλέπω σε μια αίθουσα ένα πιάνο. Αρχίζω λοιπόν να γρατζουνάω τα πλήκτρα και από εκεί γεννήθηκε ο έρωτας... Ήμουν 8 ετών, ζήτησα λοιπόν από τον πατέρα να μάθω πιάνο και εκείνος δεν μου το αρνήθηκε. Από τα περιτριγυρισμένα με αγιόκλημα παράθυρα της Σχολής Νεστορίδη έβλεπα την οθόνη του θερινού σινεμά «Φλερύ» που ήταν δίπλα. Ήρθα από το χωριό και ανακάλυψα ταυτόχρονα το πιάνο και τον κινηματογράφο...».

Η μουσική ήταν το πάθος της, ο πατέρας της όμως επιμένει να πάρει ένα πτυχίο, έτσι σπουδάζει Ιστορία-Αρχαιολογία. Στα χρόνια του πανεπιστημίου ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε και σε ηλικία 22 ετών μαζί με το πτυχίο της απέκτησε έναν γιο, τον Γιώργο.

Ο Θόδωρος ήταν πολύ Έλληνας και με ενέπνευσε. Είχαμε μία ευτυχισμένη συνεργασία Τα αντιχουντικά της αισθήματα όμως θα προκαλέσουν τη σύλληψή της την περίοδο της δικτατορίας και έτσι τον Νοέμβριο του '67 φεύγει μόνη με τον γιο της για το Παρίσι, για να αποφύγει τις ενοχλήσεις και να συνεχίσει τις σπουδές της: «Όταν έμπαινα στο αεροπλάνο της Air France, ήμουν 25 ετών και ήταν το πρώτο μου ταξίδι με αεροπλάνο. Πήρα υποτροφία από το γαλλικό κράτος για σπουδές στη Σορβόνη, στην Εθνομουσικολογία. Ταυτόχρονα πραγματοποίησα και το όνειρο μου, γράφτηκα στο ?Scuola Cantorum? για ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας. Ήδη είχα αρχίσει να συνθέτω. Ο συνθέτης για να δημιουργήσει πρέπει να ξεχάσει τους κανόνες. Οι κανόνες φτιάχνονται εκ των υστέρων για πράγματα που έγιναν πριν».

Τα χρόνια στο Παρίσι

Το Παρίσι αποδείχτηκε για εκείνη μια αποκάλυψη: «Η πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής μου ήταν ότι βίωσα από κοντά τον Μάη του '68, όπου είδα τι σημαίνει η ομοψυχία ενός λαού». Γύρω στο '70 θα γράψει κάποια τραγούδια για τον Μητσιά και τη Γαλάνη. Το ένα άρεσε πολύ στη Νάνα Μούσχουρη, η οποία της ζήτησε συνεργασία: «Μου τηλεφώνησε στο Παρίσι, πήγα στο στούντιο και προέκυψαν το On ne sait Jamais και αργότερα το Je finirai par l' oublier. Το τελευταίο έγινε επιτυχία και κέρδισα πολλά χρήματα απ' αυτό το τραγούδι».

Την ίδια περίοδο το 1972 γράφει μουσική για τη στενή φίλη της Μαρία Φαραντούρη. Ο δίσκος τους, «Μεγάλη αγρυπνία», που είναι και ο πρώτος της Ελένης Καραΐνδρου, κυκλοφόρησε το 1975 σε ποίηση Κ.Χ. Μύρη. Παράλληλα συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι για τη δημιουργία του Τρίτου Προγράμματος.

«Γνώριζα τον Μάνο από το Παρίσι. Μόλις επέστρεψα στην Ελλάδα εκείνος με πήρε μαζί του στο Τρίτο Πρόγραμμα. Ο Μάνος ήταν στην ΕΡΤ με έναν αστείο μισθό, έκανε όλη αυτήν την προσπάθεια λόγω της μεγάλης του αγάπης για την Ελλάδα. Στην ΕΡΤ έκανα έρευνα και ηχογραφήσεις ασχολούμενη με τη μουσική προφορικής παράδοσης. Δημιούργησα ένα εκπληκτικό αρχείο. Δυστυχώς όμως το αρχείο αυτό σβήστηκε -ίσως από παράλειψη- αλλά εδώ θα μου πεις ότι έσβησαν ακόμα και τα Σχόλια του Χατζιδάκι... Εργάστηκα τότε για τον τόπο μου, η δουλειά μου ως συνθέτης είχε παραμεριστεί».

«Θεωρώ τον Αγγελόπουλο προφήτη»

Το 1982 παραιτήθηκε από την ΕΡΤ και την ίδια χρονιά πήρε το πρώτο της βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη μουσική στη «Ρόζα». Τη βράβευσε ο Αγγελόπουλος. Εκεί γνωρίστηκαν και εκείνος της ζήτησε να συνεργαστούν. Η πρώτη τους ταινία ήταν «Το ταξίδι στα Κύθηρα» το 1984 για να ακολουθήσουν «Ο μελισσοκόμος», «Τοπίο στην ομίχλη», «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», «Το βλέμμα του Οδυσσέα», «Μια αιωνιότητα και μία μέρα», «Το λιβάδι που δακρύζει» και «Η σκόνη του χρόνου».

«Τότε ξεκίνησε μια συνταρακτική συνεργασία για 29 χρόνια που σπάνια συμβαίνει στη ζωή ενός ανθρώπου. Ο Αγγελόπουλος ήταν σπουδαίος κινηματογραφιστής, ένας άνθρωπος που στοχαζόταν με οξυδέρκεια πάνω στην πολιτική και την ιστορία του τόπου. Η Ελλάδα όπως τη παρουσίαζε ήταν αλλιώτικη, ήταν η δική του Ελλάδα.

Η τέχνη του ήταν ανθρωποκεντρική, τον ενδιέφερε η ανθρώπινη περιπέτεια, ενώ ασχολήθηκε και με τα Βαλκάνια. Τον θεωρώ ένα είδος προφήτη, για παράδειγμα στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» ξεκινά το πρώτο πλάνο με πτώματα προσφύγων να επιπλέουν στη θάλασσα, μια εικόνα που σήμερα αποτελεί ρουτίνα.

Συνήθως τη μουσική την έγραφα πριν γυριστεί η ταινία, μιλάγαμε όμως πολύ, ατελείωτες ώρες. Πέρα από την υπόθεση, μου μετέφερε την κεντρική ιδέα της ταινίας. Ήταν φοβερός παραμυθάς και σκεφτόταν κινηματογραφικά, με πλάνα. Εγώ του έπαιζα τα θέματα στο πιάνο, καμιά φορά όμως ήταν επιφυλακτικός. Έτσι όταν στον «Μελισσοκόμο» χρησιμοποίησα ένα σαξόφωνο, τον ξένισε, φοβήθηκε μήπως το γυρίσω στη free jazz. Αντιλήφθηκε τελικά ότι απλώς είναι ένα όργανο με μεγάλη ψυχή.

Ο Θόδωρος ήταν πολύ Έλληνας και με ενέπνευσε. Είχαμε μια ευτυχισμένη συνεργασία που με πήγε πιο πέρα. Ένας μουσικός όταν προσπαθεί να εμπνευστεί από μια ιδέα όπως η χαμένη αθωότητα στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», η οποία μπορεί να είναι των άλλων μπορεί όμως να είναι και η δική του... όλο αυτό σε κάνει να αναζητάς την αυτογνωσία. Είναι μια διαδικασία οδυνηρή άλλωστε τα θέματα του Θόδωρου δεν ήταν και χαρούμενα...

Το γύρισμα με τον Μαστρογιάνι

Στην «Αιωνιότητα και μία μέρα» όπου ο πρωταγωνιστής ξέρει πως πεθαίνει, κάθε πρωί ξυπνάει σαν να ήταν η τελευταία μέρα και βάζει μια μουσική να ακούσει. Έπρεπε να σπάσω το κεφάλι μου να τη βρω αυτή τη μουσική, γιατί δεν θα έπρεπε να είναι ρέκβιεμ. Ο άνθρωπος τις τελευταίες στιγμές της ζωής του επιδιώκει να κάνει κάτι δημιουργικό και αυτό εμπεριέχει αισιοδοξία. Έτσι έγραψα μια μουσική που να δοξάζει τη ζωή και του άρεσε πολύ.

Το «βαλς του γάμου» ήταν ένα θέμα που το έπαιξα στον Θόδωρο και ενθουσιάστηκε. Μια μέρα είχε γύρισμα με τον Μαστρογιάνι και μου λέει θέλω το «Βαλς» τώρα. Πήγα στο στούντιο, το έπαιξα στο πιάνο, του το έστειλα και γυρίστηκε η σκηνή πάνω στη μουσική. Πολλές σκηνές γυρίστηκαν πάνω στη μουσική μου όπως έκανε ο Φελίνι με τον Νίνο Ρότα».

Μιλά με πάθος για τον Αγγελόπουλο, μάλιστα αφιέρωσε σε εκείνον όλες τις συναυλίες που έδωσε μετά τον θάνατό του σε Τουρκία, Εσθονία, Βέλγιο, Γαλλία, Ισραήλ... Μου μιλά ακόμα για τον νέο της δίσκο Concert in Athens που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο από την ECM, για τις συναυλίες της, για την κρίση, αλλά και για τους νέους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο που γνωρίζουν τη μουσική της.

«Η μουσική είναι μια γλώσσα παγκόσμια, δεν θέλει μετάφραση. Δεν είμαι απαισιόδοξη για το μέλλον υπάρχουν νέες δυνάμεις και εγώ έχω εμπιστοσύνη στους νέους, εκείνοι πάντα αναζητούν το καλύτερο, μέχρι το ρεμπέτικο ανακάλυψαν ξανά».