Δύο Για τον Δρόμο

27.06.2013
Μια από τις λιγότερο ονομαστές δημιουργίες του χολιγουντιανού σκηνοθέτη στον οποίο οφείλουμε μερικά από τα πιο θρυλικά μιούζικαλ του σινεμά κυκλοφορεί σε επανέκδοση και πολύ φοβάμαι ότι δε μπορεί να κρύψει το γήρας της.

Εκτός από ευπρόσδεκτες επισκέψεις στο παρελθόν ή απαραίτητες ενέσεις νοσταλγίας, οι ετήσιες καλοκαιρινές επανεκδόσεις βοηθούν στο να σχηματίσει ή να αναθεωρήσει κανείς τη γνώμη του για κάποιο φιλμ που μπορεί να χρήζει καθυστερημένης αναγνώρισης ή να είναι ήδη κλασικό. Στην περίπτωση της ταινίας του Στάνλεϊ Ντόνεν, μια τέτοια αφορμή για επανεκτίμηση γέρνει, στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, εις βάρος της.

Χωρίς το προνόμιο του να απολαμβάνει της φήμης και της αγάπης που συνοδεύουν μέχρι σήμερα άλλες δημιουργίες του Στάνλεϊ Ντόνεν, όπως το «Τραγουδώντας στη Βροχή» ή το «Charade», το «Δύο για το Δρόμο» του 1967 έχει τους θαυμαστές του, κυρίως επειδή αποτέλεσε μια από τις πιο αιφνίδιες στιλιστικά δημιουργίες του κλασικότροπου σκηνοθέτη.

Επηρεασμένος προφανώς από τις ριζοσπαστικές τεχνικές της γαλλικής νουβέλ βαγκ, που εκείνη την εποχή τηλεγραφούσε πρωτοπορίες προς όλα τα μέρη του κόσμου, ο Ντόνεν πηγαινοφέρνει χρονικά την ιστορία ενός παντρεμένου ζευγαριού που βρίσκεται σε κρίση, σπάζοντας την αφήγηση σε τέσσερα ταξιδιωτικά επεισόδια τα οποία μπλέκει με τρόπο δεξιοτεχνικό στο μοντάζ.

Η σκηνοθεσία του είναι πληθωρική και παιχνιδιάρικη, όπως συνέβαινε άλλωστε με τις περισσότερες ταινίες του. Η ρέμπελη και γοργοκίνητη διάθεση με την οποία φιλμάρει ο Ντόνεν σκοντάφτουν, παρ’ όλα αυτά, σε δυο μεγάλα ολισθήματα. Το ένα βρίσκεται στο φλύαρο σενάριο του Φρέντερικ Ράφαελ (βραβευμένου με Όσκαρ για το «Ντάρλινγκ»), το οποίο είναι φορτωμένο λεκτικές ασημαντότητες και διαλογικούς μανιερισμούς που πασχίζουν να σε πείσουν για την σπιρτάδα τους, ενώ το μόνο που κατορθώνουν είναι να σου προκαλέσουν σε σημεία πονοκέφαλο.

Το άλλο εντοπίζεται στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Οι δυο ηθοποιοί όχι μόνο αποτυγχάνουν να γεννήσουν την παραμικρή χημεία μεταξύ τους αλλά και η επιλογή τους στους συγκεκριμένους ρόλους μοιάζει δραματικά λάθος. Κάπως έτσι ο Άλμπερτ Φίνεϊ περνάει ολόκληρη την ταινία ψελλίζοντας μονότονα τις ατάκες του και προσπαθώντας να βρει τον δρόμο του σε έναν χαρακτήρα, ο οποίος είναι φανερό πως δεν του ταιριάζει.

Και η Όντρεϊ Χέπμπορν δυσκολεύεται να φανεί αυθεντική και ρεαλιστική για παραπάνω του ενός λεπτού, περιφέροντας για ακόμη μια φορά την εύθραυστη σαν πορσελάνη φιγούρα και τα ζωηρά ταγιέρ της σαν ελκυστικό κλισέ μέσα σε πολύχρωμα πλάνα που μοιάζουν να έγιναν αποκλειστικά γι’ αυτήν.