Ζούσε τη Ζωή της

04.07.2013
Στην τέταρτη μόλις ταινία του, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ εκτοξεύει την πρωταγωνίστρια του, Άννα Καρίνα, στη σφαίρα του μυθικού, εξασφαλίζει για τον εαυτό του μια θέση ανάμεσα στους μέγιστους δημιουργούς του κινηματογράφου και υπογράφει ένα από τα ωραιότερα φιλμ της καριέρας του.

Την πρώτη φορά που ο Γκοντάρ μάς αφήνει να αντικρίσουμε την ηρωίδα της ταινίας του, εκείνη έχει την πλάτη της γυρισμένη στην κάμερα. Βρίσκεται καθισμένη σε ένα Παρισινό καφέ, έχοντας αντίκρυ τον σύζυγο από τον οποίο έχει προ καιρού αποξενωθεί και του μιλά, όσο ο φακός αποτρέπει το βλέμμα του κοινού να συναντήσει το δικό της ή να ρίξει μια φευγαλέα, έστω, ματιά στο πρόσωπό της.

Το όνομά της μαθαίνουμε πως είναι Νανά, τα χαρακτηριστικά της αποτυπώνονται με ακαταμάχητο τρόπο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του (σπουδαίου) Ραούλ Κουτάρ και η μετεωρική διαδρομή που διανύει στην ταινία είναι εκείνη μιας γυναίκας, η οποία προσπαθεί να ορίσει την χειραφέτηση και την ανεξαρτησία της και καταλήγει να πληρώσει δραματικά το τίμημα μιας τέτοιας επιλογής.

Χωρισμένο σε δώδεκα μικρά κεφάλαια, οι τίτλοι των οποίων συνοψίζουν επιγραμματικά όσα πρόκειται να ακολουθήσουν επί οθόνης, το «Ζούσε την Ζωή της» είναι ενδεικτικό της μεταστροφής που στο εξής επρόκειτο να σημειώσει η τέχνη του Γκοντάρ προς μια λιγότερο παραδοσιακή αφηγηματικά και περισσότερο δοκιμιακή θεώρηση περί κινηματογράφου.

Καθιστώντας σαφή ήδη από το πρώτο πλάνο την τακτική της αποστασιοποίησης και της ψύχραιμης παρατήρησης που σκοπεύει να ακολουθήσει στιλιστικά σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Γκοντάρ παρακολουθεί την πρωταγωνίστριά του εξ αποστάσεως καθώς εκείνη προσπαθεί να επιβιώσει σε μια μητροπολιτική πραγματικότητα όπου τα πάντα μετριούνται με χρήμα και τα οποία δεν αργούν να μετατρέψουν την ίδια σε εμπορεύσιμο και αναλώσιμο είδος, σπρώχνοντάς την, για λίγα λεφτά, σε αγκαλιές ξένων, σε ψυχρά δωμάτια ξενοδοχείων, σε κρεβάτια προσωρινά και αφιλόξενα.

Στην τρίτη από τις εφτά συνολικά συνεργασίες της μαζί του, η Αννα Καρίνα αποθεώνεται μέσα από την κάμερα του (τότε συζύγου της) Ζαν Λικ Γκοντάρ, με τον ίδιο τρόπο που προηγουμένως ο Καρλ Ντράγιερ είχε απαθανατίσει τη Μαρία Φαλκονέτι στο «Πάθος της Ζαν Ντ’ Αρκ» ή ο Γκέοργκ Βίλελμ Παμπστ είχε καταφέρει στο «Κουτί της Πανδώρας» να συλλάβει κάτι από το στοιχειωμένο παρουσιαστικό της Λουίζ Μπρουκς.

Το σκουρόχρωμο βλέμμα που ενίοτε στρέφει προς τη μεριά των θεατών, το μελαγχολικό πρόσωπο πάνω στο οποίο σχηματίζονται ολόκληρες συναισθηματικές αποχρώσεις, το τσιγάρο που στέκει σχεδόν ανελλιπώς στα υπέροχα χείλη της, το κορμί της που λικνίζεται σαν χαμένη ψυχή σε ένα κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος για να αξιώσει την ομορφιά και την εύθραυστη ύπαρξή της - όλα αυτά αποτελούν μερικές μόνο, αξέχαστες εικόνες μιας ταινίας που δουλεύει σχολαστικά, αλλά δεν καταφέρνει εν τέλει να κρύψει την ανθρωπιά και τη συμπάθεια που επιφυλάσσει για την ηρωίδα της.