Οικογένεια Μίλερ

06.08.2013
Μια αστεία και πρωτότυπη αρχική ιδέα, ένα ικανό πρωταγωνιστικό ντουέτο κι ένας υποσχόμενος «ακατάλληλη για ανηλίκους» χαρακτηρισμός στις Η.Π.Α, οδηγούν σε μια ευχάριστη αλλά απόλυτα νερόβραστη και συντηρητική μπαφοκωμωδία για όλη την οικογένεια.

Το τραγούδι «Don’t Go Chasing Waterfalls» των TLC, που ντύνει μουσικά κάποιες κομβικές σκηνές της ταινίας (συμπεριλαμβανομένων των τίτλων τέλους), έχει ως ρεφρέν τους στίχους «Μην κυνηγάς καταρράκτες. Μείνε στα ποτάμια και τις λίμνες που έχεις συνηθίσει.» Αυτή τη συμβουλή της κοριτσίστικης μπάντας θα θεώρησε συνετό να ακολουθήσει μάλλον και ο σκηνοθέτης του «Dodgeball», Ρόσον Μάρσαλ Θέρμπερ, ο οποίος πήρε ένα τολμηρό σενάριο και το μετέτρεψε σε άλλη μια βαρετή κωμωδιούλα του συρμού.

Στην ταινία, ένα έμπειρο βαποράκι χόρτου (Τζέισον Σουντέκις) αναλαμβάνει με το ζόρι να περάσει μια τεράστια ποσότητα μαριχουάνας από το Μεξικό στις Η.Π.Α με ένα τροχόσπιτο. Για να το καταφέρει χωρίς να κινήσει υποψίες στα σύνορα, προσλαμβάνει μια στριπτιτζού (Τζένιφερ Άνιστον), έναν σπασίκλα γείτονα του (Γουιλ Πάουλτερ) και μια άστεγη μικροαπατεώνισσα (Έμμα Ρόμπερτς) να υποδυθούν την οικογένεια του, η οποία υποτίθεται ότι βρίσκεται σε ένα αθώο ταξίδι αναψυχής.

Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορείς να κατηγορήσεις την ταινία, είναι ότι δεν έχει αρχ***α – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Θέτοντας ως κεντρικούς πρωταγωνιστές έναν έμπορο ναρκωτικών και μια στριπτιτζού και με μια βασική ιδέα που ειρωνεύεται μέχρι τα μπούνια την εικόνα της «Αγίας Αμερικάνικης Οικογένειας», το «Οικογένεια Μίλερ» σίγουρα δεν φαντάζει ως μια ακόμα τυπική κωμωδία.

Με γενναιόδωρες ποσότητες εύγλωττων βρισιών (πολλές από τις οποίες αποσκοπούν στο να “θάψουν” την μαζεμένη ζωή στα προάστια), μια σειρά από εξωφρενικά γκαγκ (που περιλαμβάνουν από ένα αιμομικτικό μάθημα φιλιού μέχρι μια ταραντούλα με αδυναμία στα γεννητικά όργανα) και συνεχόμενες πνευματώδεις αναφορές σε άλλες ταινίες, το φιλμ μοιράζει χαμόγελα και προϊδεάζει για κάτι αν όχι αναρχικά πρωτοφανές, τότε τουλάχιστον διασκεδαστικά αυθαδικό.

Και αυτό ακριβώς είναι που δεν παραδίδει. Με μια σκηνοθεσία πιο φλατ και από τα μαμαδίστικα παπούτσια της Τζένιφερ Άνιστον, η ταινία σκοτώνει τα ίδια της τα αστεία, μακελεύει θεωρητικά ενδιαφέρουσες σκηνές “δράσης” και δεν καταφέρνει καν να κάνει τον κράχτη του τρέιλερ - μα, το στριπτίζ της τηλεοπτικής Ρέιτσελ φυσικά - να δείχνει στο ελάχιστο ενδιαφέρον.

Σπαταλώντας ένα κωμικό δίδυμο με σίγουρες δυνατότητες (Τζέισον Σουντέικις και Τζένιφερ Άνιστον, τους οποίους είχαμε ξαναδεί στο συμπαθέστατο «Αφεντικά για Σκότωμα»), αδιαφορώντας ολοσδιόλου για τους δεύτερους χαρακτήρες του, και αραδιάζοντας χωρίς καμία υποψία σκέψης ή κωμικού τάιμινγκ τη μια κουφή εξέλιξη της ιστορίας μετά την άλλη, το φιλμ σε κάνει να εύχεσαι να έμοιαζε έστω και λίγο στο καλοδουλεμένο τρέιλέρ της.

Κάτι που είναι κρίμα, αφού αυτό που θα μπορούσε εύκολα να είναι μια βιτριολική απομυθοποίηση των κλασικών αμερικάνικων αξιών (συμπεριλαμβανομένου του εγγενούς ρατσισμού που τις διέπει), καταλήγει να είναι ένας ευχάριστος, αλλά απόλυτα ξενέρωτος φόρος τιμής στην σημασία της οικογένειας. Με την ασήμαντη διαφορά ότι εδώ το κλασικό σπίτι των αμερικάνικων προαστίων έχει φυτεμένους πίσω από το λευκό του φράχτη μπάφους, αντί για λουλούδια.