Σε μια ευρωπαϊκή χώρα που δεν κατονομάζεται, η έρευνα γύρω από τη δολοφονία ενός δημοφιλούς πολιτικού φτάνει μέχρι την αφανή πλευρά του κρατικού μηχανισμού.

«Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και περιστατικά δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Είναι απολύτως σκόπιμη», προειδοποιούσε από την αρχή τους θεατές του «Ζ» ο Κώστας Γαβράς, παρ όλο που, καθόλη τη διάρκεια της ίντριγκας που επρόκειτο να ξεδιπλωθεί, το όνομα Γρηγόρης Λαμπράκης δεν θα ακουγόταν ούτε μία φορά. Ακόμη κι έτσι, όμως, αυτή η μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου που έγραψε ο Βασίλης Βασιλικός ήταν καταδικασμένη να βαπτιστεί και να γίνει θρύλος μέσα στην αναπόφευκτη φωτιά της ιστορίας.

Οι μεν θα αναγνώριζαν σε αυτή ένα είδος κωδικοποιημένου μηνύματος εν μέσω της Χούντας, μερίδα πολιτικά ευαισθητοποιημένων ανά την υφήλιο θα την αγκάλιαζαν στοργικά, άλλοι θα πρόβαλαν στα βολικά αρχέτυπα της ταινίας οικείες παραστάσεις, όπως, για παράδειγμα, τη δολοφονία του Κένεντι. Οι δε θα αποκήρυσσαν μετά βδελυγμίας ένα σχηματοποιημένο θρίλερ που φοράει την προβιά του πολιτικού φιλμ. Αλησμόνητη παραμένει η κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη, που έκανε λόγο για μια ταινία κατασκευασμένη ώστε τελικά να αρέσει σε όλους, αριστερούς, δεξιούς και κεντρώους.


Ο λογαριασμός γύρω από το «Ζ» (αλλά και το σινεμά του Κώστα Γαβρά εν γένει) θα έμενε ανοιχτός κι αν ακόμα η παραγραφή του δεν επιβάλλεται από τις ιδεολογικές αμβλύνσεις των καιρών, μια πιο νηφάλια ματιά είναι σίγουρα πλέον επιβεβλημένη.

Διότι μπορεί ο Ραφαηλίδης και οι συν αυτώ να είχαν δίκιο όταν αρνούνταν τα περί πολιτικής ταινίας (άλλο αν ακόμα και σήμερα ψάχνουμε τον ορισμό της), αλλά προφανώς περιφρονούσαν τις κατασκευαστικές αρετές ενός πολιτικού θρίλερ με εξαιρετικά δομημένο σενάριο, μοντάζ πέντε αστέρων (το δεύτερο Οσκαρ, μετά από αυτό της ξενόγλωσσης ταινίας, που κέρδισε το φιλμ για λογαριασμό ούτε της Ελλάδας, ούτε της Γαλλίας αλλά της...Αλγερίας) και έναν Ιβ Μοντάν που θα μπορούσε να κερδίσει την παράσταση ακόμη και με ένα cameo πέρασμα.


Από αυτή τη σκοπιά, το «Ζ» απολαμβάνεται καλύτερα ως ένα κρυμμένο γαλλόφωνο διαμάντι του τέλους των 60s, χωρίς περιττούς συμβολισμούς να του βαραίνουν τις πλάτες.


Σε επανέκδοση η πιο θρυλική και επιδραστική ταινία που σκηνοθέτησε ο Κώστας Γαβράς. Βραβείο όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας και μοντάζ.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ