«Απλώς κάνω ταινίες. Αυτό είναι όλο».

27.04.2009
Του είπα ότι είναι «ζωντανός θρύλος» και τον ρώτησα πώς έγινε αυτό. «Πώς έγινε τι;» με ρώτησε. «Το ότι είστε ζωντανός θρύλος... η μοναδικότητα της καριέρας σας... οι θρυλικοί ρόλοι...». Με κοίταξε σαν να τον ρωτούσα το πιο παράξενο πράγμα στον κόσμο. «Απλώς κάνω ταινίες. Αυτό είναι όλο.» μου είπε με απόλυτη φυσικότητα. Παρίσι, Τρίτη 24 Φεβρουαρίου, συναντώ αυτό τον ζωντανό θρύλο λοιπόν και προσπαθώ να καταλάβω τι ακριβώς σημαίνει ο όρος.

Συνέντευξη στον Ορέστη Ανδρεαδάκη

Στο Παρίσι ήρθε για να παραλάβει τον Χρυσό Φοίνικα που το Φεστιβάλ Καννών του αφιέρωσε για το σύνολο της προσφοράς του στο σινεμά. Κανονικά θα έπαιρνε το τιμητικό βραβείο τον Μάιο στην Κρουαζέτ, θα βρίσκεται όμως στο φουλ μιας ταινίας που ήδη γυρίζει στη Νότιο Αφρική. «Ηuman Factor» λέγεται και πρωταγωνιστής είναι ο Μόργκαν Φρίμαν στον ρόλο του Νέλσον Μαντέλα και φόντο την εποχή μετά την κατάρρευση του απαρτχάιντ. «Εχω κι άλλα σχέδια στα σκαριά» μου λέει, «δεν πρόκειται να με ξεφορτωθούν τόσο σύντομα».

Φτάνω στο ξενοδοχείο νωρίς το μεσημέρι κι ο Ιστγουντ κάνει διάλειμμα για φαγητό. Με κάποιους συνεργάτες του προφανώς. Η πόρτα, στο δωμάτιο του πρώτου ορόφου του ξενοδοχείου Bristol είναι ανοιχτή κι εγώ στέκομαι από μακριά και τον χαζεύω. Ηρεμος. Αργός στις κινήσεις του. Σχεδόν τελετουργικός. Μασάει αργά την κάθε μπουκιά, όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι της δικής του ηλικίας- πατημένα 78 πια- και γελάει. Απλά ντυμένος ήταν. Γκρι παλιομοδίτικο σακάκι, μπλουζάκι πόλο ριγέ, σπορ παντελόνι ντένιμ και παπούτσια αθλητικά, κάπως κακόγουστα αλλά εμφανώς αναπαυτικά. Μιλάει με όλους τους τεχνικούς, χαμογελάει συχνά, κρύβει την κούρασή του. Και, το κυριότερο, ανήκει σ' αυτή την ολιγομελή συνομοταξία ανθρώπων που σηκώνονται όταν σε χαιρετούν. Σαν να σε υποδέχεται στο σπίτι του.

Οχι, δεν έχει έρθει ποτέ στην Ελλάδα. «Εχω κάνει, όμως, πολλές τραγωδίες, θα μπορούσαν να είναι αρχαιοελληνικές τραγωδίες».

Τραγωδία είναι και το «Gran Τorino» με ήρωα τον Κοβάλσκι, συνταξιούχο, βετεράνο της Κορέας και χήρο. Η γειτονιά του έχει γεμίσει μετανάστες -κυρίως Ασιάτες- τους οποίους σιχαίνεται. Η ζωή του είναι άδεια. Τα παιδιά του δεν τον καταλαβαίνουν. Μόνη του χαρά οι μπύρες. Και το Gran Torino, ένα συλλεκτικό Ford του 1972. Οταν επιχειρήσουν να το κλέψουν, τα πάντα θα αλλάξουν στη γειτονιά.

Η ιστορία της ταινίας σας είναι πολύ απλή. Πίσω από αυτή την απλότητα, όμως, νομίζω υπάρχει ένας συμβολισμός, μια αλληγορία για τη σύγχρονη Αμερική. Ο Κοβάλσκι είναι αρκετά συμβολικός χαρακτήρας. Προσπαθεί να υπερασπιστεί έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια.

Περίπου. Ναι. Υπάρχει, ας πούμε, ένα χάσμα γενεών κι αυτός είναι από μια γενιά που είχε ελάχιστη σχέση με την τεχνολογία. Από μια γενιά ανθρώπων που προσπάθησαν να επιβιώσουν και πήραν μέρος σε πολέμους και μάχες. Μετά τον πόλεμο της Κορέας, ο Κοβάλσκι γύρισε πίσω και έγινε εργάτης σε εργοστάσιο για πενήντα χρόνια. Τώρα μένει σε μια γειτονιά ξεπερασμένη. Τώρα που η αυτοκινητοβιομηχανία έχει προβλήματα, είναι και ο ίδιος ξεπερασμένος. Είναι σαν το αυτοκίνητό του: κι οι δύο έχουν δει καλύτερες μέρες.

Τo Gran Torino είναι ένα αυτοκίνητο το οποίο δεν οδηγεί ποτέ!

Ναι. Το γυαλίζει, το καθαρίζει, αλλά δεν το οδηγάει. (γελάει). Εκτός από την Αμερική, όμως, η ταινία μιλάει για τη ζωή και τον θάνατο. Για τη ζωή που τελειώνει για να ξαναρχίσει μια άλλη ζωή. Ο Κοβάλσκι πρέπει να πεθάνει για να ζήσει ελεύθερος ο νέος.

Κάπως έτσι βγαίνει. Δεν ξέρω αν πρόκειται για αλληγορία ή αν είναι κάτι που προκύπτει από το στόρι. Νομίζω πως το όνειρο είναι ότι οι νέοι άνθρωποι μπορούν να προχωρήσουν. Στην ταινία, η γυναίκα του Κοβάλσκι πέθανε και οι γιοι του έχουν προχωρήσει- συνεχίζουν τη ζωή τους. Τον πατέρα τους τον βλέπουν σαν ένα γεροπαράξενο και προσπαθούν να τον πείσουν να μπει σε γηροκομείο. Αυτά είναι τα εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπίσει.

Κατά κάποιο τρόπο είναι ένα σχόλιο για τον σύγχρονο τρόπο ζωής...

Υπάρχει κάποιος μικρός στοχασμός για τον αμερικανικό τρόπο ζωής σήμερα. Για παράδειγμα, όταν τα παιδιά επισκέπτονται έναν μεγαλύτερό τους συγγενή, πατέρα, παππού ή κάτι τέτοιο, αρχίζουν: «Τι θα γίνει το αυτοκίνητο, τι θα γίνει αυτή η καρέκλα, αυτό το τραπέζι, ποιος θα τα πάρει όταν φύγεις;» (γελάει) Υπάρχει λοιπόν μια απληστία σ' αυτή τη συμπεριφορά.

Πολύ σημαντικός χαρακτήρας στην ταινία είναι και ο Καθολικός ιερέας που προσπαθεί να κάνει τον Κοβάλσκι να εξομολογηθεί. Στις συνεχείς τους κόντρες μπαίνει το ερώτημα «τι έμαθες για τη ζωή και το θάνατο;». Μπορώ να σας απευθύνω την ίδια ερώτηση;

Τι έμαθα για τη ζωή και τον θάνατο;

Ναι.

Ααα... Ο Κοβάλσκι πάντως έμαθε σε πολύ νεαρή ηλικία -όταν ήταν περίπου 21 ετών στην Κορέα- όπως οι περισσότεροι που πηγαίνουν στον πόλεμο, έμαθε πολλά για τη ζωή και τον θάνατο. Για την ακρίβεια έζησε δίπλα στον θάνατο. Ηταν δύσκολο αυτό. Ευτυχώς τα παιδιά του δεν χρειάστηκε να πάνε στον πόλεμο, οπότε έχουν πολύ διαφορετική οπτική και αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που προκαλούν το χάσμα των γενεών. Η νοοτροπία τους είναι διαφορετική. Επίσης, ο Κοβάλσκι έζησε σε μια εποχή που οι άνθρωποι ήταν πολύ αγενείς και προσέβαλλαν τους πάντες. Στη γενιά του όλοι προσέβαλλαν τους άλλους για πλάκα.

Ενώ σήμερα όλοι είμαστε πολιτικά ορθοί και προσέχουμε τι λέμε...

... ναι, κι αυτό φαίνεται στη σχέση του Κοβάλσκι με τον κουρέα του, που πρέπει να είναι η τελευταία του είδους της. Ολοι γύρω του είναι με το σεις και με το σας. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί αυτή τη νοοτροπία και γι αυτό ελκύονται από χαρακτήρες όπως ο Κοβάλσκι. Ισως το βρίσκουν αναζωογονητικό. Αλλωστε όλοι θα ήθελαν να βρίσουν και να κοροϊδέψουν κάποιον έτσι για δέκα λεπτά. Ισως όχι συνέχεια, αλλά όλοι θα ήθελαν να είναι ελεύθεροι να εκφραστούν. Παλιά, όμως, αυτό γινόταν με χιούμορ και οι άνθρωποι δεν έπαιρναν τόσο στα σοβαρά τον εαυτό τους, ενώ τώρα όλοι φοβούνται.

Οταν ήμουν μικρός, μπορούσαμε να κάνουμε πλάκα με κάποιον Ελληνα, για παράδειγμα, και λέγαμε «να ο Ελληνας, να ο Ελληνας», ή και κάτι χειρότερο (γελάει). Οι άνθρωποι το διασκέδαζαν, ενώ τώρα φοβούνται: «Θεέ μου, πρόσεχε, μην προσβάλλεις κανέναν». Οπότε κι ολόκληρη η κοινωνία είναι πιο βλοσυρή.

Μιλώντας για την κοινωνία, θέλω να παρατηρήσω τη διαφορά ανάμεσα στην οικογένεια του Κοβάλσκι και την οικογένεια των Ασιατών που ζουν στο διπλανό σπίτι. Τα παιδιά του Κοβάλσκι ζουν μακριά του και θέλουν να τον βάλουν σε οίκο ευγηρίας ενώ τα παιδιά των γειτόνων του ζουν μαζί με τους γέρους, στους οποίους μάλιστα επιφυλάσσουν ένα σημαντικό ρόλο.

Ναι, επειδή ζουν όλοι στο ίδιο σπίτι, για οικονομικούς λόγους φυσικά, αλλά υπάρχει σεβασμός. Στο σπίτι των Ασιατών συμβαίνουν όλα αυτά που δεν συμβαίνουν στη δική του ζωή. Οι νέοι άνθρωποι στη ζωή του θέλουν να τον πείσουν να πουλήσει το σπίτι του, να πετάξει την ιστορία του και να τον βάλουν κάπου όπου δεν θα τους ενοχλεί. Και ξαφνικά βλέπει, ακριβώς δίπλα του, μια οικογένεια και μια κουλτούρα που είναι ανώτερη απ όλα όσα μέχρι τότε ήξερε. Και επηρεάζεται βαθιά.

Κι όλα αυτά βέβαια γυρίστηκαν στο Ντιτρόιτ, μια πόλη που έχει πληγεί άμεσα από την παρούσα οικονομική κρίση.

Ναι.

Επιλέγοντας το Ντιτρόιτ, θέλατε να δηλώσετε κάτι για την οικονομική κρίση; Αλήθεια, πώς είναι η κατάσταση εκεί;

Ηταν πολλοί οι λόγοι. Ενας ήταν το σενάριο, καθώς ο Κοβάλσκι δούλευε στο εργοστάσιο της Ford επί χρόνια. Και το εργοστάσιο αυτό είναι στο Ντιτρόιτ, οπότε η επιλογή είναι αυτονόητη. Σήμερα ολόκληρη η περιοχή υποφέρει από την κρίση, εξαιτίας των προβλημάτων της αυτοκινητοβιομηχανίας, οπότε ταιριάζει και με τη γενικότερη ατμόσφαιρα καθώς δείχνει ένα μέρος της Αμερικής που δεν είναι όπως παλιά. Νομίζω πως αυτό ταιριάζει με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα και μ αυτά που προσπαθεί να πετύχει στη ζωή. Θέλει να μείνει μόνος, έχει γίνει σαν εκείνους τους ανθρώπους που γίνονται ξεροκέφαλοι για να πολεμήσουν τη μοναξιά.

Ακούστηκε ότι δηλώσατε πως ο Κοβάλσκι θα είναι ο τελευταίος σας ρόλος. Αλήθεια, δεν σκοπεύετε να ξαναπαίξετε;

Δεν ξέρω. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Δεν είναι πολλοί οι ρόλοι για 78χρονους, οπότε σκέφτεσαι ότι μάλλον αυτό είναι. Ενιωθα, όμως, το ίδιο και με το «Μillion Dollar Βaby». Δεν έψαχνα τίποτα τότε και δεν θα με πείραζε να περιοριστώ στη σκηνοθεσία. Και εξακολουθεί να μη πειράζει. Δεν θα με πείραζε καθόλου να μην ξαναπαίξω.

Αρα μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα σας ξαναδούμε στην οθόνη...

(γελάει) Εμένα, πάντως, δεν με πειράζει να σταματήσω αυτό το κομμάτι, αν μπορώ να συνεχίσω το άλλο, τη σκηνοθεσία δηλαδή. Διότι θέλω να συμμετέχω σε ταινίες.

Ο χαρακτήρας του Κοβάλσκι είναι σαν συνδυασμός όλων των χαρακτήρων που έχετε παίξει...

...δεν νομίζω... δεν ήταν αυτό. Είναι συνδυασμός όλων των χαρακτήρων, γιατί ο ηθοποιός είναι ίδιος, αλλά σε διαφορετικά στάδια της ζωής του. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια μικρά στοιχεία που εμφανίζονται και μπορεί να σχετίζονται με παλιότερους χαρακτήρες μου. Οχι επίτηδες. Πιστεύω ότι ο καθένας έχει τα δικά του προβλήματα που πρέπει να ξεπεράσει, όσον αφορά τον εαυτό του και τη σχέση του με την κοινωνία.

Τι έγινε με τα φετινά Οσκαρ; Γιατί δεν προταθήκατε μ αυτή την ταινία;

Κοιτάξτε, η ταινία βγήκε στο τέλος της χρονιάς και η προώθησή της έγινε σ' αυτή την κατεύθυνση. Επίσης, είχαμε πολύ καλές κριτικές. Οπότε δεν ξέρω το γιατί. Δεν ανησυχώ όμως. Από τις πέντε τελευταίες ταινίες μου οι τρεις προτάθηκαν, οπότε θα σκέφτηκαν «φτάνει τώρα μ αυτόν, ας τον βάλουμε στο ράφι για λίγο» (γελάει). Δεν με πειράζει. Εγώ κάνω ταινίες, δεν μ ενδιαφέρουν τα βραβεία.

Τι σας ωθεί να συνεχίζετε να κάνετε ταινίες;

Το ότι είναι διασκεδαστικό. Μου αρέσει να κάνω ταινίες. Και μαθαίνω. Με κάθε ταινία μαθαίνεις κάτι καινούργιο για τον εαυτό σου, διότι πολλές φορές δημιουργείς χαρακτήρες που υπάρχουν ή υπήρξαν, όπως π.χ. στην «Ανταλλαγή», ή δημιουργείς φανταστικούς χαρακτήρες. Μαθαίνεις συνέχεια διαφορετικά, καινούργια πράγματα για τη σκηνοθεσία και για τον εαυτό σου, όπως συμβαίνει και στη ζωή. Και αυτή η διαδικασία κάνει τη ζωή συναρπαστική και με κάνει να συνεχίζω να δουλεύω. Δεν είμαι εγώ για σύνταξη! (γελάει)

Πώς βλέπετε σήμερα τις πρώτες ταινίες σας, όπως τα σπαγγέτι γουέστερν; Ποιες ταινίες εννοείτε;

Το «Ο Καλός Ο Κακός Και Ο Ασχημος» για παράδειγμα.
Α, και το «Για Μια Χούφτα Δολάρια» ε; Είχαν πλάκα. Ηταν ωραία εποχή για μένα. Μου άρεσε, επειδή ήμουν ένας νέος με μια βαλίτσα που έπαιρνε το αεροπλάνο και πήγαινε στην Ιταλία. Δεν ήξερα τίποτα, κανείς μας δεν ήξερε τίποτα, αλλά κάναμε αυτές τις ταινίες οι οποίες πήγαν καλά. Κάποια στιγμή, όμως, αφήνεις πίσω τα γουέστερν και συνεχίζεις με κάτι άλλο. Υποθέτω πως ήμουν τυχερός που κατάλαβα πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή να αφήσω πίσω μου τα γουέστερν, παρ όλο που ξαναγύρισα στο είδος με τους «Ασυγχώρητους». Αλλά ακόμα και τότε, με αυτή την ταινία, ήξερα ότι θα ήταν το τελευταίο μου γουέστερν, επειδή η ίδια η πλοκή μου φαινόταν ιδανική για το τελευταίο μου γουέστερν. Και θα παραμείνει το τελευταίο, εκτός κι αν κάποιος γράψει κάτι αριστουργηματικό.

Και ο Dirty Harry; Πιστεύετε ότι αυτός ο χαρακτήρας ζει ακόμα;

Αν ζει ακόμα; Μπορεί. (γελάει)

Και τι κάνει τώρα;

Μπορεί... δεν ξέρω... μάλλον ψαρεύει κάπου.

Αν έπρεπε να δημιουργήσετε σήμερα αυτόν το χαρακτήρα, θα αλλάζατε τίποτα ή θα ήταν ο ίδιος;

Αν τον έπαιζα σ' αυτή την ηλικία; Θα είχε... δεν ξέρω... μ έχουν ξαναρωτήσει. Κάποια στούντιο μου έχουν προτείνει κατά καιρούς να κάνω κι άλλη ταινία. «Μια στιγμή; Σ αυτή την ηλικία, στα 78 δεν είσαι καν στην αστυνομία, έχεις πάρει σύνταξη από τα 60 σου. Τι θα κάνετε»; «Δεν ξέρουμε, ας το κάνουμε όμως». Δεν θέλω. Στο κάτω κάτω, είναι καιρός να τον αφήσουμε πίσω μας, να προχωρήσουμε σε άλλους χαρακτήρες. Αυτό πίστευα πάντα.

(σχεδόν) 20 λεπτά σε μια (σχεδόν) αποκλειστική συνέντευξη
Το τι είναι junket και το ποιοι και πόσοι συμμετέχουν σ' αυτές τις «αποκλειστικές» συνεντεύξεις νομίζω το ξέρουν πια και οι κότες. Θυμίζω ότι οι συνεντεύξεις για τον γραπτό Τύπο διαρκούν 20 λεπτά αλλά δεν είναι καθόλου αποκλειστικές, αφού συμμετέχουν 8 με 10 δημοσιογράφοι- κάτι σαν mini press conference δηλαδή. Αντίθετα, οι τηλεοπτικές είναι αποκλειστικές αλλά διαρκούν ελάχιστα: 5 με 6 λεπτά.
Αν είσαι τυχερός και το talent (έτσι ονομάζουν οι υπέυθυνοι Τύπου τους σκηνοθετο-ηθοποιούς) τα λέει γρήγορα, θα ρωτήσεις 6 με 7 ερωτήσεις. Υλικό αρκετό για ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ, ελάχιστο όμως αν θες να δημοσιεύσεις τη συνέντευξή σου και στο χαρτί.

Οσοι τηλεοπτικοί συνάδελφοι, απ όλο τον κόσμο, δημοσιεύουν τις συνεντεύξεις τους, τις έχουν ευλογήσει και διπλασιάσει σε όγκο. Διότι μια τέτοια συνέντευξη βγάζει 650 λέξεις- μια σελίδα δηλαδή. Αυτά τα συναρπαστικά τετρασέλιδα με τις 12 και τις 14 ερωτήσεις είναι -πώς να το πω αλλιώς- φανταστικά.

Αναγκαία η παραπάνω διευκρίνιση για να εξηγήσω τι ακριβώς έγινε με την τηλεοπτική συνέντευξη που πήρα για λογαριασμό του MEGA από τον Κλιντ Ιστγουντ (μπορείτε να τη δείτε στο cinemag.gr).

O Ιστγουντ λοιπόν, ως άνθρωπος εξόχως σοβαρός, θεώρησε ότι η πεντάλεπτη συνέντευξη δεν του επιτρέπει να εκφραστεί σωστά και να απαντήσει σε έναν ικανό αριθμό ερωτήσεων που ενδεχομένως θα είχαν οι δημοσιογράφοι. Ετσι οι publicist αποφάσισαν, αντί για πολλές πεντάλεπτες συνεντεύξεις, να μοιράσουν το χρόνο σε λίγες εικοσάλεπτες. Επίσης, για να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι δημοσιογράφοι, αποφασίστηκε να μπαίνουν δύο κάθε φορά. Για παράδειγμα το Βέλγιο μοιράστηκε το εικοσάλεπτο με την Σουηδία και η Ελλάδα (το MEGA δηλαδή) με το γερμανικό RΤL.

Δυο ώρες πριν τη συνέντευξη συνάντησα τον Γερμανό συνάδελφο, βάλαμε κάτω τις ερωτήσεις που είχαμε και τις μοιράσαμε ακριβοδίκαια- μια εγώ, μια εσύ! Εν τω μεταξύ η τεχνική ομάδα της συνέντευξης είχε φροντίσει να μας τοποθετήσει στο πλατό έτσι, ώστε να μην φαίνεται ότι ο Ιστγουντ μιλούσε σε δύο άτομα. Ο τελικός ωφέλιμος χρόνος της συνέντευξης ήταν 17 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα- αν αφαιρέσεις, τα μπες-βγες, τα αυτόγραφα, τα «εεε», τις αμηχανίες και τα «καλημέρα» απομένουν περίπου 1.500 λέξεις.

1.500 λέξεις που μοιράστηκα με έναν Γερμανό συνάδελφο ένα κρύο απόγευμα του περασμένου Φεβρουαρίου στο Παρίσι.