Aνακαλύπτοντας (ξανά) τον Τζόν Καζάλ

27.04.2009
Πέντε ερμηνείες σε πέντε ταινίες υποψήφιες για Οσκαρ, ένας μεγάλος έρωτας κι ένα ζευγάρι λυπημένα μάτια ήταν αρκετά. 31 χρόνια μετά τον θάνατο του, ο Τζον Καζάλ ζει και βασιλεύει, όχι μόνο στη μνήμη των ανθρώπων που τον ήξεραν από κοντά, αλλά και σε όλους όσους τον αγάπησαν από μακριά. Το ντοκιμαντέρ του ριτσαρντ Σεπαρντ με τιτλο «Ι Knew It Was You: Rediscovering John Cazale», που έκανε πρόσφατα την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Σάντανς, διαρκεί μολις 40 λεπτά. Πώς γίνεται, λοιπόν, οι λεπτομέρειες που γνωρίζουμε για την προσωπική του ζωη να χωρούν σε μια σύντομη παράγραφο;

Από την Δέσποινα Παυλάκη

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΣΕ ΕΞΙ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
«Δεν με ενδιέφερε καθόλου η παιδική του ηλικία. Δεν ήθελα να ξέρω αν κοιμόταν σε ράντζο ή πώς ήταν η ζωή του στο Γκλόστερ, γιατί αυτά δεν είχαν καμία σχέση με το πώς ήταν ως ηθοποιός. Με ενδιέφερε η παιδική του ηλικία στο μέτρο που ο πατέρας του ήταν δεσποτικός, γιατί αυτό τον επηρέασε ως άνθρωπο. Γι αυτό, το κομμάτι που αφορά το παρελθόν του κρατάει έξι δευτερόλεπτα! Ιδού τα γεγονότα, για όποιον ενδιαφέρεται, αλλά ας μην κολλάμε σε αυτά!»

Και γιατί όχι κ. Σέπαρντ; Ο Τζον Καζάλ γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου του 1935 και δεν είναι τυχαίο ότι ο περισσότερος κόσμος τον θυμάται ως Φρέντο στο «Νονό Ι» και στον «Νονό ΙΙ». Οι παππούδες του ήταν Σισιλιάνοι μετανάστες, που κατέφτασαν στη Νέα Υόρκη στα μέσα του 1890. Ο εγγονός τους, πάντως, γεννήθηκε στη Βοστόνη και η υποκριτική του καριέρα δεν ήταν προϊόν συμπτώσεων. Σπούδασε δραματική τέχνη στο Κολέγιο Ομπερλιν και στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης πριν καταλήξει κι αυτός στη Νέα Υόρκη, καβάλα στο παλιρροιακό κύμα που ξέβραζε κάθε επίδοξο ηθοποιό στην τότε Μέκκα του κινηματογράφου. Οπως ήταν αναμενόμενο, τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Αντί να γίνει σερβιτόρος, όπως θα περίμενε κανείς, ο Τζον έγινε κούριερ στην εταιρεία Standard Oil. Κι επειδή στη δεκαετία του 60 όποια νεοϋκορκέζικη πέτρα και να σήκωνες έβρισκες κι έναν επίδοξο σταρ, έτσι και στην Standard Oil, ο Καζάλ βρήκε τον Αλ Πατσίνο.

«Μου φάνηκε ενδιαφέρων τύπος από την πρώτη στιγμή που τον είδα», παραδέχτηκε ο μετέπειτα συμπρωταγωνιστής του. «Πάντα ήταν περιτριγυρισμένος από κόσμο, ήταν πολύ εγκάρδιος άνθρωπος». Ο Αλ και ο Τζον έγιναν φίλοι και μετακόμισαν μαζί σε ένα πολυπληθές σπίτι στη Μασαχουσέτη, περιμένοντας την τύχη να τους χαμογελάσει. Η Νέα Υόρκη όμως δεν είχε σκοπό να τους επιτρέψει να ξεφύγουν από την τρελή τροχιά της. Το 1968 εξασφάλισαν από ένα ρόλο ο καθένας στο θεατρικό «Τhe Indian Wants The Βronx» και σύντομα τράβηξαν για το (off) Broadway. Ο Καζάλ, με το απύθμενο βλέμμα και την ακαθόριστη μελαχρινή γοητεία του, υποδυόταν έναν Ινδό και ο Πατσίνο έναν αλήτη που τον παρενοχλούσε. Τότε ήταν που τον πρόσεξε κι ο Φρεντ Ρους, ο υπεύθυνος κάστινγκ του Φράνσις Φορντ Κόπολα, και τον πρότεινε για έναν μικρό ρόλο στον «Νονό». Μόνο που ο Τζον δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τον Αλ. Ετσι βρέθηκαν και οι δύο για δοκιμαστικό στην Ρaramount.

Εκεί σταματάνε και τα προσωπικά του ίχνη. Ερωτεύτηκε, δυσκολεύτηκε, αναθάρρησε, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ο Τζον Καζάλ δεν έδωσε ποτέ καμία συνέντευξη, δεν εμφανίστηκε ποτέ στην τηλεόραση και δεν είχε ποτέ πάρε δώσε με τον Τύπο, έκτος από τα δροσερά ποτά που τον είδαν να προσφέρει σε κουρασμένους δημοσιογράφους στο πλατό του «Ελαφοκυνηγού», λίγο πριν από το θάνατο του. Αλλά ας μην προτρέχουμε.

ΗΞΕΡΑ ΟΤΙ ΗΣΟΥΝ ΕΣΥ
Στον «Νονό» ο ρόλος του ήταν μικρός. Το όνομά του εμφανίζεται 14ο στα credits, αλλά η εντύπωση που έκανε στον σκηνοθέτη ήταν κάθε άλλο παρά αμελητέα. Αλλωστε ο Φρέντο, ο αποτυχημένος γιος ενός μεγαλομαφιόζου, είχε και λίγο από Κόπολα μέσα στο DNA του. «Στις ιταλιάνικες οικογένειες πάντα υπάρχει ένας αδερφός που τον κοροϊδεύουν και νομίζω ότι στη δική μου ήμουν εγώ!» είχε πει τότε ο Κόπολα αναφορικά με τα κατορθώματα του αδερφού του, συγγραφέα και πανεπιστημιακού καθηγητή, Ογκουστ, που πάντα τον έσβηνε από τον οικογενειακό χάρτη. Παρά το σύντομο πέρασμά του απ τη μεγάλη οθόνη όμως, όλοι περίμεναν ότι η Ακαδημία θα του έκλεινε το μάτι και περισσότερο απ όλους ο πιστός του φίλος Αλ Πατσίνο, ο οποίος υποδυόταν τον μικρό του αδερφό, Μάικλ. «Η ερμηνεία του Τζόνι ήταν τόσο δυνατή, που όλοι νομίζαμε ότι θα κέρδιζε μια υποψηφιότητα».

Οταν όμως ανακοινώθηκαν τα ονόματα στην κατηγορία Δεύτερου Αντρικού Ρόλου (1972), ο Καζάλ ήταν άφαντος. Αντί γι αυτόν είχαν προταθεί ο Τζέιμς Κάαν και ο Ρόμπερτ Ντίβαλ, συμπρωταγωνιστές του στην ίδια ταινία, αν και αμφιβάλλω αν τον πείραξε στ αλήθεια. Το ταλέντο του Καζάλ μπορεί να ενέπνεε τους γύρω του, αλλά πάντα κάποιος θα έλαμπε περισσότερο από αυτόν. Και παρ όλο που έμελλε να παίζει πάντα ασταθείς χαρακτήρες, ο ίδιος ήταν κατά κοινή ομολογία ο πιο μειλίχιος άνθρωπος του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι έτεινε χείρα βοηθείας στον πειναλέο τότε Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τη μετέπειτα αγαπημένη του Μέριλ Στριπ. Ο «Νονός» πάντως προτάθηκε για Οσκαρ και το σερί κάθε-ταινία-και-υποψηφιότητα (ποτέ όμως δική του) ξεκίνησε.

Ο Κόπολα δεν τον ξέχασε. Μόλις κόπασαν οι εορτασμοί, τον έστησε στον τοίχο απέναντι από τον σαρωτικό Χάκμαν στη «Συνομιλία» και περίμενε να δει πώς θα αντιδράσει. Ο Καζάλ ανέλαβε το ρόλο του άπιστου συνεταίρου που προτιμάει την τεχνολογία από τους ανθρώπους, αποκαλύπτοντας μια εσωτερικότητα που έκανε πολύ κόσμο να ανατριχιάσει. Δεύτερη υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ταινίας και δεύτερος αποκλεισμός του από την κατηγορία Β Αντρικού Ρόλου. Χαλάλι τους όμως, γιατί αμέσως μετά ήρθε το αριστούργημα που αποτύπωσε το πρόσωπο του στη μνήμη κάθε διαβασμένου σινεφίλ, ακόμα κι αν το όνομά του θα συνέχιζε να τους διαφεύγει για πάντα. Ηταν ο «Νονός ΙΙ» και ο Φρέντο είχε αγριέψει για τα καλά. Η αγανάκτηση του Μάικλ (Αλ Πατσίνο) όταν ανακαλύπτει ότι ο αδερφός του πρόδωσε τη φαμίλια, χάρισε στην Αμερική μια αθάνατη ατάκα και στον Σέπαρντ ένα τίτλο για το ντοκιμαντέρ του: «Ι knew it was you. You broke my heart».

Περίεργος να ανακαλύψει πόσοι τυχαίοι περαστικοί τον θυμούνται ακόμα, ο Ρίτσαρντ Σέπαρντ βγήκε στους δρόμους με μια φωτογραφία του Καζάλ και άρχισε την ανάκριση: «Ημουν σίγουρος ότι όλοι θα τον θυμούνταν ως Φρέντο. Νομίζω ότι μόνο δύο άνθρωποι ήξεραν το όνομά του. Τον Φρέντο, όμως, τον ήξεραν όλοι. Και ξαφνικά μου λέει κάποιος: Ι knew it was you Fredo. Θεέ μου, σκέφτηκα. Μόλις βρήκα τίτλο για την ταινία μου!».

Κρίμα που δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να συλλέξει περισσότερες λεπτομέρειες για τον βίο του. Διότι το μόνο που ξέρουμε για εκείνη την περίοδο της ζωής του ήταν ότι η Ακαδημία συνέχιζε να εθελοτυφλεί. Ο «Νονός ΙΙ» προτάθηκε, φυσικά, για Οσκαρ καλύτερης ταινίας, ο Τζον Καζάλ όμως όχι.

Οι φίλοι του ευτυχώς αποδείχτηκαν πιο πιστοί από τον ξεχασιάρη θείο. Σειρά είχε η «Σκυλίσια Μέρα» του Σίντνεϊ Λιουμέτ και ο Αλ Πατσίνο ήταν αποφασισμένος να τον πάρει μαζί του. «Το μόνο που ήθελα ήταν να παίζω με τον Τζον για το υπόλοιπο της ζωής μου. Ηταν ο παρτενέρ μου». Ο δεύτερος ρόλος όμως ήταν γραμμένος για ένα δεκαοχτάχρονο αλητάκο - καμία σχέση δηλαδή με τον Καζάλ που διένυε ήδη την τρίτη δεκαετία της ζωής του. Αν και για να λέμε την αλήθεια, ο Λιουμέτ δεν χρειάστηκε και πολύ για να υποχωρήσει. Μια οντισιόν και ο ρόλος ήταν δικός του: «Με άφησε με το στόμα ανοιχτό. Ηξερα ότι βρισκόμουν στην παρουσία ενός μεγάλου ταλέντου».

ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Αυτά και άλλα πολλά είχαν ακουστεί πολύ πριν ο Ρίτσαρντ Σέπαρντ αποφασίσει να διερευνήσει την υπόθεση Καζάλ. Αυτή που είχε μιλήσει ελάχιστα, όμως, ήταν η Μέριλ Στριπ, που τον γνώρισε ένα χρόνο αργότερα στα πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης. Ως τότε, βέβαια, τα Οσκαρ τον είχαν αγνοήσει για άλλη μια φορά, χαρίζοντάς του όμως το τέταρτο σερί της καριέρας του. Είχε εμφανιστεί στο σινεμά συνολικά τέσσερις φορές και όλες οι ταινίες στις οποίες συμμετείχε είχαν προταθεί για Οσκαρ. Οχι και άσχημα! Επιστροφή στο σανίδι, όμως. Ή μάλλον καλύτερα... επιστροφή στη μυστικοπαθή αγκαλιά της αγαπημένης του Μέριλ Στριπ. «Είχε μιλήσει λίγο γι αυτόν όταν έδινε συνεντεύξεις για το Κάτι Αληθινό, επειδή η υπόθεση της ταινίας είχε να κάνει με τον καρκίνο, αλλά κατά τα άλλα είναι πολύ προστατευτική όσον αφορά την προσωπική της ζωή. Μας πήρε έναν ολόκληρο χρόνο να την πείσουμε να συμμετάσχει», παραδέχτηκε ο ακούραστος ντοκιμαντερίστας.

Οταν γνωρίστηκαν, η Στριπ ήταν μόλις 27 χρόνων και ο Καζάλ 41. Εναν χρόνο αργότερα εμφανίστηκαν μαζί στον «Ελαφοκυνηγό» του Μάικλ Τσιμίνο, όπου η Στριπ είχε εξασφαλίσει ένα ρόλο για να τον προσέχει. Στον Καζάλ είχε ήδη διαγνωστεί καρκίνος των οστών και η κατάσταση του χειροτέρευε. Δεν ήταν στ αλήθεια αρραβωνιασμένοι, όπως νόμιζαν όλοι, απλώς πολύ πολύ ερωτευμένοι. Τόσο που η Στριπ δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι θα τον έχανε. Ο Τσιμίνο συμφώνησε να γυρίσουν πρώτα τις σκηνές του Καζάλ για να προλάβει τα χειρότερα, κόντρα στις αντιρρήσεις της εταιρείας παραγωγής που έτρεμε να μην της μείνει ο ηθοποιός στα χέρια.

«Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοια αφοσίωση σε έναν άνθρωπο που χανόταν μέρα με τη μέρα», είχε πει συγκινημένος ο Αλ Πατσίνο. «Το να βλέπεις τη Μέριλ απορροφημένη σε μια τόσο αλτρουιστική πράξη αγάπης ήταν συνταρακτικό». Αυτή όμως δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα τι γινόταν: «Ημουν τόσο κοντά του που δεν είχα προσέξει τη φθορά. Ο θάνατος του ήταν ένα φοβερό σοκ για μένα. Δεν το περίμενα καθόλου».

Ο Τζον Καζάλ πέθανε στις 12 Μαρτίου 1978, πέντε μήνες μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων. Ο «Ελαφοκυνηγός» βγήκε στις αίθουσες εννέα μήνες αργότερα και κέρδισε -φυσικά!- το Οσκαρ. Ολες οι ταινίες που είχε εμφανιστεί είχαν προταθεί για το αγαλματάκι και τρεις από αυτές το είχαν κερδίσει. Ολες οι ταινίες που είχε εμφανιστεί ήταν συνεργασίες είτε με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, είτε με τον Αλ Πατσίνο, είτε με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, είτε - στην περίπτωση του «Νονού ΙΙ» - και με τους τρεις.

Πεθαίνοντας άφησε πίσω μια γενιά επώνυμων θαυμαστών, που συμπεριλαμβάνουν τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, τον Στιβ Μπουσέμι και τον Σαμ Ρόκγουελ κι ένα θέατρο με το όνομά του (McGinn/Cazale Theatre) στο Νο 2162 της Μπρόντγουεϊ γωνία με 76η οδό. Οσο για το «Ι Knew It Was You: Rediscovering John Cazale», εξασφαλίστε το όπου και όπως μπορείτε.

ΠΕΝΤΑ ΡΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΖΟΝ ΚΑΖΑΛ

Ταινία: «Ο Νονός» (1972)
Σκηνοθέτης: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ρόλος: Φρέντο, ο αδύναμος κρίκος της οικογένειας Κορλεόνε. Οταν αποτυγχάνει να προστατέψει τον πατέρα του κατά τη διάρκεια δολοφονικής απόπειρας, ο Βίτο (Μάρλον Μπράντο) τον προσπερνάει και δίνει το χρίσμα στον μικρό του αδερφό Μάικλ (Αλ Πατσίνο). Ο Ντομινίκ Τζιανίζ του Entertainment Weekly θα έγραφε: «Ο Τζον μπορούσε να ανοίξει την καρδιά του τόσο, ώστε να πληγωθεί. Αυτό είναι ένα ταλέντο που έχουν λίγοι ηθοποιοί».

Ταινία: «Η Συνομιλία» (1974)
Σκηνοθέτης: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ρόλος: Σταν, ο ύπουλος βοηθός του ειδικού «παρακολουθησιολόγου» Χάρι Κολ (Τζιν Χάκμαν). Επιδεικνύοντας άριστη γνώση της τεχνολογίας αλλά περιορισμένη ικανότητα επικοινωνίας με τους γύρω του, ο Σταν εγκαταλείπει τον μέντορα του για χάρη ενός φιλόδοξου ανταγωνιστή.

Ταινία: «Ο Νονός ΙΙ» (1974)
Σκηνοθέτης: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ρόλος: Ο Φρέντο επιστρέφει δριμύτερος. Απηυδισμένος από την έλλειψη σεβασμού εκ μέρους της φαμίλιας, αποφασίζει να τους πουλήσει. Εξ ου και η διάσημη ατάκα του Αλ Πατσίνο όταν ανακαλύπτει την προδοσία: «Ι knew it was you. You broke my heart».

Ταινία: «Σκυλίσια Μέρα» (1975)
Σκηνοθέτης: ΣίντνεΪ Λιούμετ
Ρόλος: Σαλ, ο συνέταιρος του Σόνι (Αλ Πατσίνο) στο έγκλημα. Ο Σαλβατόρε Νατουρίλε και ο Τζον «Σόνι» Γουόρτσικ ήταν υπαρκτά πρόσωπα, μόνο που η ληστεία είχε γίνει τρία χρόνια νωρίτερα και ο πραγματικός Σαλ ήταν 18 χρόνων. Ο Καζάλ προτείνεται για Χρυσή Σφαίρα Β Ανδρικού Ρόλου και ο Σίντνεϊ Λιουμέτ θυμάται χρόνια μετά στον ηχητικό σχολιασμό για το DVD της ταινίας πως: «Αυτό που λάτρεψα στον Τζον Καζάλ ήταν ότι είχε μέσα του μια βαθιά θλίψη. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω από πού προερχόταν. Αλλά ήταν παντού, σε κάθε του λήψη».

Ταινία: «Ο Ελαφοκυνηγός» (1978)
Σκηνοθέτης: Μάϊκλ Τσιμίνο
Ρόλος: Σταν, ο δειλός της παρέας. Τρεις εργάτες χαλυβουργείου (Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζον Σάβατζ, Κρίστοφερ Γουόκεν) σε μικρή πόλη της Πενσιλβάνιας, εγκαταλείπουν τη ρουτίνα και τραβάνε για Βιετνάμ. Μόνο που ο Σταν δεν έχει καμία πρόθεση να τους ακολουθήσει. Ο Καζάλ ήταν πολύ αδύναμος όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα και γι αυτό ο Τσιμίνο φρόντισε οι δικές του σκηνές να γυριστούν πρώτες. Ο Τσιμίνο γνώριζε πως ο Καζάλ πέθαινε από καρκίνο και όταν το στούντιο το ανακάλυψε ήθελε να τον αντικαταστήσει. Η Μέριλ Στριπ απείλησε να παραιτηθεί αν το έκαναν και έτσι η ταινία ολοκληρώθηκε με τον Καζάλ, ο οποίος θα πέθαινε στα 42 του χρόνια, λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων.