Επιστροφή στο τελευταίο σπίτι αριστερά

27.04.2009
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν θα ασχολούμασταν παρά μόνο από ένοχη περιέργεια με το ριμέικ της πρώτης ταινίας του Γουές Κρέιβεν «Τhe Last House On The Left».

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν θα ασχολούμασταν παρά μόνο από ένοχη περιέργεια με το ριμέικ της πρώτης ταινίας του Γουές Κρέιβεν «Τhe Last House On The Left» που έρχεται μετά το «Τηε Hills Have Εyes» να συνεχίσει την πρόσφατη επιχειρηματική δράση του σκηνοθέτη: Την παράδοση, δηλαδή, του αιματοβαμμένου καταλόγου του σε νεαρούς σκηνοθέτες από όλον τον κόσμο με απώτερο σκοπό το ξαναδιάβασμα της κλασικής πλέον συνεισφοράς του στο σινεμά του τρόμου από την γενιά των 00s. Η υπογραφή όμως «Dennis Ιliadis» στο καινούργιο «Last House On The Left» μας υποχρεωνει να αποδώσουμε τα εύσημα στον μοναδικό Ελληνα σκηνοθέτη που έφτασε ποτέ τόσο κοντά στην κορυφή του αμερικάνικου box office.



Συνέντευξη - Κείμενο: Μανώλης Κρανάκης


To αμερικάνικο όνειρο είναι hardcore
Η πρώτη φορά που ο Γουες Κρέιβεν αναφέρθηκε σε ένα πιθανό ριμέικ του «Last House On The Left» ήταν το 2006. Τότε, εν όψει της εξόδου στους κινηματογράφους του ριμέικ που πραγματοποίησε στο «Τhe Hills Have Εyes» ο Γάλλος Αλεξάντρ Αζά, ο Κρέιβεν είχε απαντήσει στους φανατικούς θαυμαστές του πως το ριμέικ της πρώτης κλασικής ταινίας του μοιάζει σχεδόν με βέβαιη πιθανότητα: «Το μόνο που χρειάζεται είναι να βρούμε τον σωστό σκηνοθέτη». Τρία χρόνια μετά, ο Γουες Κρέιβεν επιμένει, εν όψει της εξόδου στις αμερικανικές αίθουσες του ριμέικ στο «Τhe Last House On The Left», πως όλα ξεκίνησαν με τη σκέψη «ας βρούμε έναν ταλαντούχο σκηνοθέτη και θα δούμε τι θα γίνει».

Η διαδρομή προς την αναζήτηση του «ταλαντούχου σκηνοθέτη» χρειάστηκε να περάσει από τρεις σταθμούς: μία από τις διασημότερες εταιρίες ταλέντων στον κόσμο (CAA) που περιλαμβάνει στον κατάλογό της από τον Σπίλμπεργκ μέχρι την Τζούλια Ρόμπερτς, μια ελληνική ταινία με τον προφητικό τίτλο «Ηardcore» για την οποία, πέντε χρόνια μετά, δεν χρειάζεται μάλλον να προσθέσει κανείς τίποτα και έναν άνθρωπο ονόματι Κόντι Ζβάιγκ.
Ο τελευταίος, εκτελώντας χρέη μόνιμου συνεργάτη του Κρέιβεν και συμπαραγωγού στην ταινία, είναι σαφής όταν περιγράφει τα χαρακτηριστικά του ιδανικού σκηνοθέτη για να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο του ριμέικ μιας από τις πιο αρχετυπικές ταινίες τρόμου της ιστορίας του σινεμά: «Το να βρεις έναν σκηνοθέτη με πραγματικό όραμα για την κάθε ταινία είναι μια ανάγκη.

Για το The Last House On The Left θέλαμε να βρούμε έναν σκηνοθέτη που θα μπορούσε να χειριστεί την ακραία ένταση και τη σαρωτική βία της πρώτης ταινίας, αλλά να διαθέτει ταυτόχρονα και την ευαισθησία να ζωντανέψει τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Συνάντησα πολλούς ταλαντούχους σκηνοθέτες του είδους, αλλά είχα δει μια ταινία με τον τίτλο Hardcore με σκηνοθέτη τον Ντένη Ηλιάδη που με είχε συναρπάσει.

Το Hardcore δεν ήταν μια ταινία είδους ή ένα φιλμ τρόμου αλλά απεικόνιζε τελείως πιστευτούς χαρακτήρες σε τρομακτικές, ρεαλιστικές καταστάσεις. Πολλοί σκηνοθέτες θα μπορούσαν να χειριστούν τα επιφανειακά στοιχεία όπως το αίμα και τις σοκαριστικές σκηνές της ταινίας, αλλά ο Ντένης απέδειξε πως μπορούσε να κάνει όλα αυτά εμβαθύνοντας παράλληλα στους χαρακτήρες και τις πράξεις τους».

Η συνέχεια ήταν απλά μια σειρά από ευτυχείς συγκυρίες. Ο Ζβάιγκ έδωσε το «Ηardcore» στον Γουές Κρέιβεν, αναμένοντας με ανυπομονησία την έγκρισή του. Και ο τελευταίος δεν μπορούσε παρά να παραδεχτεί πως, με τους τίτλους τέλους του «Ηardcore», ο «ταλαντούχος σκηνοθέτης» που αναζητούσε είχε πια βρεθεί. «Εντυπωσιαστήκαμε από την πολυπλοκότητα και την ικανότητα του Ηλιάδη να πηγαίνει εκεί όπου άλλοι σκηνοθέτες απέφευγαν να βρεθούν.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία δύο κοριτσιών που, στα δεκαπέντε τους χρόνια, μπλέκουν με την πορνεία. Είναι νατουραλιστική αλλά την ίδια στιγμή ως θεατής γνωρίζεις σε βάθος τους χαρακτήρες και νιώθεις μια συμπάθεια γι αυτούς. Υπάρχουν σκηνές άγριας βίας και σκηνές πραγματικού πόνου. Να ένας τύπος, σκέφτηκα, που διαθέτει αρκετό κουράγιο για να βουτήξει βαθιά μέσα στο σκοτάδι».

Δύο χρόνια μετά από τη στιγμή που ο Κρέιβεν είδε το «Ηardcore», ο Ντένης Ηλιάδης βρέθηκε στην Αμερική για να παραστεί στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας σίγουρος για περισσότερα πράγματα από όσα φανταζόταν όταν, ως έφηβος ακόμη, έβλεπε σε κάποιο ελληνικό σινεμά την πρωτότυπη ταινία του σημερινού παραγωγού του.



Πετυχαίνοντας το τελικό cut
Στο περιθώριο των εύκολων εντυπωσιασμών και της ανέκαθεν επαρχιώτικης ελληνικής τακτικής που θα σπεύσει πολύ σύντομα να αναγορεύσει τον Ηλιάδη σε Διεθνή Ελληνα, ανασύροντας εκβιαστικά όλα τα αρχεία των Ελλήνων που κάποτε κατάφεραν να πετύχουν στο εξωτερικό ευλογώντας πρωταρχικά τα γένια της, ο Ντένης επιμένει να αντιμετωπίζει το «Τhe Last House On The Left» ως ένας επαγγελματίας χωρίς κανένα εθνικό ή διεθνή επιθετικό προσδιορισμό. Τον ρωτάμε αν η διεθνής καριέρα είναι θέμα τύχης ή σωστών επιλογών και ειλικρινά δεν περιμέναμε παρά μόνο ακριβώς αυτή την απάντηση: «Διεθνής καριέρα; Μπρρρρ, κάτι μου κάνει αυτό... Και τα δύο, και πολύ σκληρή δουλειά, τόσο σκληρή που να μην σου αφήνει το χρόνο να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ σπουδαίο».

Κι όμως υπάρχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τους οποίους ο Ντένης Ηλιάδης θα μπορούσε να νιώθει «σπουδαίος». Εκτός από την επιλογή του, ανάμεσα σε εκατοντάδες δημιουργούς από ολόκληρο τον κόσμο, να είναι αυτός που θα κέρδιζε τελικά την εμπιστοσύνη του Γουές Κρέιβεν, η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν πως, σε μια βιομηχανία που εμπιστεύεται τα νεαρά ταλέντα της μέχρι λίγο πριν από το τελικό cut, ο Ηλιάδης κατάφερε να επιβάλει μέχρι τέλους τη δική του εκδοχή της ταινίας. Την τελευταία λέξη, φυσικά, είχε το κοινό το οποίο σε μια σειρά από δοκιμαστικές προβολές έδωσε το πράσινο φως δηλώνοντας ενθουσιασμένο με την ταινία.

Και κάπως έτσι το «Τhe Last House On The Left» βγαίνει στις αμερικανικές αίθουσες, έτσι όπως το θέλησε και, κυρίως, έτσι όπως πάλεψε για να το καταφέρει ο δημιουργός του: «Τεχνικά, και λόγω των διαφημιστικών, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Εχω κάνει πολλά γυρίσματα εντός και εκτός Ελλάδας και έτσι ήμουν προετοιμασμένος. Ηξερα ακριβώς τι ήθελα και όλοι με αντιμετώπισαν με πολύ σεβασμό. Οταν είδαν την πρώτη εβδομάδα γυρισμάτων πως ήμασταν εντός προϋπολογισμού και πιο μπροστά από το προγραμματισμένο χρονοδιάγραμμα, ακόμη και οι πιο δύσκολοι χαλάρωσαν».

Και προσθέτει: «Οι πραγματικές δυσκολίες βρίσκονται στις ισορροπίες που πρέπει να τηρηθούν εκτός γυρίσματος. Και φυσικά το να καταφέρεις να επιβάλεις το δικό σου cut. Φτάνει μια στιγμή που όλοι ανησυχούν και προσπαθούν να διαβλέψουν τι θα λειτουργήσει καλύτερα με το κοινό. Εκεί είναι που πρέπει να φανείς δυνατός και σίγουρος γι αυτό που κάνεις. Εγώ επέμεινα και το πάλεψα πάρα πολύ. Τελικά πήγαμε στο πρώτο επίσημο preview της ταινίας με το δικό μου cut και η ανταπόκριση του κοινού ήταν απίστευτη.
Από κει και πέρα οι αλλαγές ήταν ελάχιστες, εκτός από κάποια θέματα που είχαμε με την επιτροπή λογοκρισίας. Αυτή είναι και μια διαφορά τού να κάνεις ταινία στην Αμερική. Μια αμερικανική ταινία απαιτεί συγκέντρωση, σκληρή δουλειά και επικοινωνιακές ικανότητες που δεν συνηθίζονται στην Ελλάδα. Χρειάζεσαι το 110% σου για να σκηνοθετείς -καθώς τα γυρίσματα είναι, τεχνικά καταρχήν, πολύ πιο απαιτητικά- και άλλο 100% για να πουλάς αυτό που κάνεις, να καθησυχάζεις και να διαχειρίζεσαι ανθρώπους».



Επιστρέφοντας στην «πηγή των παρθένων»
Την ώρα που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές το «Τhe Last House On The Left» θα έχει ήδη κάνει την πρεμιέρα του στην Αμερική και οι αναπόφευκτες συγκρίσεις με το πρωτότυπο φιλμ του Γουες Κρέιβεν θα εξαντλήσουν κάθε ίχνος περιέργειας για το τι ακριβώς κατάφερε ο Ντένης Ηλιάδης με ένα υλικό που, πίσω στα 1972, προκάλεσε αντιδράσεις, λιποθυμίες και μια νέα εποχή στο είδος του κινηματογραφικού τρόμου.

Μερικοί θεατές από όσους βρέθηκαν στις δοκιμαστικές προβολές του ριμέικ έσπευσαν να αποκαλύψουν στο διαδίκτυο πως ο «Ηλιάδης κατάφερε να φτιάξει μια νέα εκδοχή που προσθέτει πάνω στον μύθο της πρωτότυπης ταινίας, κόντρα στην συνταγή των σύγχρονων ριμέικ που απλά αναπαράγουν εικόνες και μπόλικο αίμα προς τέρψιν των θεατών». Υπάρχει μια έντονη ροπή της ιστορίας αυτή τη φορά στην εκδίκηση των γονιών που, χωρίς να το ξέρουν, θα φιλοξενήσουν στο απομονωμένο σπίτι τους στο δάσος τους δολοφόνους της κόρης τους.

«Κάποια κομμάτια της πρώτης ταινίας μού άρεσαν πολύ», εξηγεί ο Ηλιάδης. «Το θέμα της, όμως, είναι αυτό που είναι συγκλονιστικό. Και μην ξεχνάμε την Πηγή Των Παρθένων του Ινγκμαρ Μπέργκμαν που ουσιαστικά αποτελεί την πρωτότυπη πηγή έμπνευσης. Νομίζω ότι ανατρέξαμε λίγο περισσότερο στην ταινία του Μπέργκμαν, κρατώντας την ένταση και την ωμότητα της ταινίας του Γουές. Α, και αφαιρέσαμε τους χαζούς μπάτσους και την chicken lady!
Το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον γιατί ενώ είναι ίσως πιο καλλιτεχνικό και με περισσότερο βάρος στις ερμηνείες, είναι φουλ γκάζια σε όλες τις βίαιες σκηνές και τα στοιχεία του είδους, και αυτό είναι κάτι που μέχρι στιγμής αρέσει πολύ». Ο Γουες Κρέιβεν θα συμπληρώσει σε μια από τις πολλές δηλώσεις του για το ριμέικ της ταινίας του: «Νομίζω πως, από τις ταινίες που έκανα, αυτή είναι που σέβονται περισσότερο οι φανατικοί θαυμαστές μου, κυρίως επειδή είναι τόσο βίαιη. Δεν θέλαμε να είναι τόσο άγρια και στην καινούργια της εκδοχή γιατί πέρα από όλα είναι μια υπέροχη ιστορία. Η βασική πλοκή ήταν δημιούργημα του Μπέργκμαν και πριν από αυτόν ήταν ένας μεσαιωνικός μύθος...»



Για μια τρελή καρδιά
Ενώνοντας τις τελείες από τον Μεσαίωνα, τον Μπέργκμαν, τον Κρέιβεν και το ανυπόμονο κοινό των 00s, o Ντένης Ηλιάδης κατάφερε λοιπόν να ολοκληρώσει την εικόνα μιας «χολιγουντιανής» πρόκλησης χωρίς να παρεκκλίνει από τις εμμονές που σφραγίζουν το μέχρι σήμερα έργο του: το σενάριο της «Πίσω Πόρτας» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου και το δικό του σκηνοθετικό ντεμπούτο, «Ηardcore», που υπήρξε και το αδιαμφισβήτητο διαβατήριο του για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ιστορίες όλες μιας διαφορετικής ενηλικίωσης με ήρωες νέους ανθρώπους αντιμέτωπους με το σκοτάδι όσων τους περιβάλλουν.

Τώρα είναι ένας από τους λίγους που μπορεί να περιγράψει τι ακριβώς χωρίζει την Ελλάδα από την Αμερική εκτός από ένα απέραντο χάος: «Η δουλειά στην Αμερική είναι απίστευτα σκληρή και πιεστική, από τη μέρα της ανάθεσης μέχρι τη μέρα που έχεις έτοιμη κόπια. Συναναστρέφεσαι με πολύ περισσότερους ανθρώπους και δεν έχεις τη δυνατότητα να αμφιβάλλεις ή να δείξεις αδυναμία ούτε για μια στιγμή. Τεχνικά, τα μέσα που σου προσφέρονται για το γύρισμα είναι τα καλύτερα δυνατά που θα ευχόσουν ποτέ. Πέραν αυτού, εκεί κατά βάση σκηνοθετείς. Στην Ελλάδα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναγκάζεσαι να κάνεις και παραγωγή. Και φυσικά εδώ υπάρχει αυτό το εκνευριστικό ελληνικό σύνδρομο να θεωρούνται οι ταινίες καπρίτσιο του σκηνοθέτη».

Με το μυαλό του στην αγωνία για την υποδοχή που θα έχει το «Τhe Last House On The Left», ο Ηλιάδης ομολογεί ότι η μέχρι τώρα πολύ θετική ανταπόκριση της ταινίας έχει οδηγήσει σε συζητήσεις για νέα αμερικάνικα σχέδια. Υπάρχει, όμως, και ένα ελληνικό που αγαπά πολύ, η «Τρελή Καρδιά», την οποία προσπαθεί να προγραμματίσει ανάμεσα σε υπερατλαντικά ταξίδια και στον φόρτο της εξόδου της ταινίας στην Αμερική και αργότερα σε ολόκληρο τον κόσμο.

Φανερά ικανοποιημένος όχι μόνο γιατί ένα «τρελό» σχέδιο είναι πια μια έτοιμη ταινία αλλά, όπως οφείλει κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, επειδή η αντίδραση του Γουες Κρέιβεν όταν είδε ολοκληρωμένο το φιλμ του Ηλιάδη ήταν το λιγότερο αφοπλιστική: «Είμαι περήφανος που έχω βάλει το όνομα μου σε αυτή την ταινία».