Η Τελευταία Ευκαιρία

14.07.2009
Ο Χάρβεϊ ζει στη Νέα Υόρκη και εργάζεται ως συνθέτης μουσικής για τηλεοπτικά σπότ. Απειλείται όμως με απόλυση από το αφεντικό του, ο οποίος του δίνει μια τελευταία ευκαιρία για να τα καταφέρει εντός ορισμένης προθεσμίας.

Και οι 50άρηδες έχουν δικαίωμα στην κινηματογραφική ευτυχία, και αυτή η γλυκιά (ή μάλλον γλυκερή) ταινιούλα θα μπορούσε να είναι κάποιου είδους συμπλήρωμα του αριστουργηματικού διπτύχου "Πριν το Ξημέρωμα"/"Πριν το Ηλιοβασίλεμα" του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, αλλά κάθε φορά που πάει να συμβεί κάτι όμορφο και πηγαίο, πνίγεται μέσα στα ζουμιά και τα μέλια.


Είναι εξαιρετικά συμπαθείς τόσο οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες όσο και οι πρωταγωνιστές που τους υποδύονται (Ντάστιν Χόφμαν και Έμμα Τόμσον, σε ένα ακόμα πειστήριο περί της αδυναμίας τους να παίξουν αδιάφορα τον οποιοδήποτε ρόλο), και είναι ακριβώς χάρη σε αυτή τη συμπάθεια που θέλουμε αληθινά να τους δούμε όχι μόνο να βρίσκουν το ευτυχισμένο τους τέλος, αλλά να ζήσουμε τη διαδρομή τους προς αυτό.


Όμως καθώς αγωνιζόμαστε να ξεδιαλέξουμε τις στιγμές ειλικρινούς ανθρωπιάς, η ταινία μας κοπανά στο κεφάλι με κάθε είδους όπλο που μπορεί να έχει ένας δημιουργός στη φαρέτρα του προκειμένου να δώσει αχρείαστη έμφαση σε κάθε τι συναισθηματικό. Κλισέ ατάκες, κάμερα που διαρκώς κάνει αισθητή την παρουσία της, μουσική που υπογραμμίζει κάθε δεύτερη λέξη.


Στην πραγματικότητα είναι ο Χόφμαν και η Τόμσον που προσδίδουν ανθρωπιά σε μια ταινία-τέχνασμα με ένα ξεκάθαρο όσο δεν πάει άλλο ταξίδι των ηρώων της, την οποία προσπαθούμε να αγαπήσουμε παρά τον εαυτό της. Τον αν θα τα καταφέρουμε έχει να κάνει με τις ανοχές καθενός.


ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ