Τα γουέστερν του Μπαντ Μπέτικερ

21.08.2009
Στα είκοσι χρόνια του παράτησε μια άνετη και πλούσια ζωή και ταξίδεψε μέχρι το Μεξικό για να γίνει επαγγελματίας ταυρομάχος.

Στα είκοσι χρόνια του παράτησε μια άνετη και πλούσια ζωή και ταξίδεψε μέχρι το Μεξικό για να γίνει επαγγελματίας ταυρομάχος. Επειτα επέστρεψε στο Χόλιγουντ όπου έγινε σκηνοθέτης κατά παραγγελία, βάζοντας την υπογραφή του σε πολυάριθμες ταινίες. Στη δεκαετία του '60 ρίσκαρε την καριέρα, την ψυχική του υγεία και την ίδια τη ζωή του για να φέρει εις πέρας ένα μακροχρόνιο κινηματογραφικό σχέδιο που του είχε γίνει ψύχωση. Και κάποια στιγμή της δεκαετίας του '50 συμμάχησε με τον ηθοποιό Ράντολφ Σκοτ για να γυρίσουν μαζί μια πεντάδα από τα ωραιότερα γουέστερν που γνώρισε το σινεμά. Και τα οποία μόλις τώρα, χάρη σε μια πρόσφατη dvd κυκλοφορία, φέρνουν στο φως ένα από τα λιγότερο αναγνωρισμένα ταλέντα του κλασικού αμερικανικού σινεμά.


Από τον Λουκά Κατσίκα


Το βαλς του ταυρομάχου
Στις 29 Ιουλίου του 1916, σε ένα νοσοκομείο του Σικάγο, μια γυναίκα ξεψυχούσε ελάχιστη ώρα αφότου έφερνε στον κόσμο ένα υγιές αγοράκι. Μερικά λεπτά αργότερα, ο σύζυγός της έπεφτε νεκρός κάτω από τις ρόδες ενός διερχόμενου τραμ, αφήνοντας το βρέφος εντελώς ορφανό. Ενα εύπορο ζευγάρι από το Εβανσβιλ της Ιντιάνα, ο Οσκαρ και η Τζόρτζια Μπέτικερ, ανέλαβαν να υιοθετήσουν το παιδί και να το θέσουν υπό την στοργική κηδεμονία τους. Παίρνοντας το όνομα του νέου πατέρα του, ο Οσκαρ Μπέτικερ τζούνιορ μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον άφθονων ανέσεων, σπούδασε σε στρατιωτική ακαδημία, φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Οχάιο και αρίστευσε στις αθλοπαιδίες, προσδοκώντας για τον εαυτό του μια καριέρα στο ποδόσφαιρο. Ενα πολύ σοβαρό τραύμα στο γόνατό του στέρησε, ωστόσο, από τον ενθουσιώδη νεαρό μια τέτοια δυνατότητα, δεν έκαμψε παρ όλα αυτά το περιπετειώδες πνεύμα του, χάρη στο οποίο ο Μπέτικερ αποφάσισε, τη χρονιά που συμπλήρωσε τα είκοσι, να ταξιδέψει μέχρι το Μεξικό. Εκεί μεταμόρφωσε τον εαυτό του σε έναν εξαιρετικό επαγγελματία ταυρομάχο και άρχισε να εξασφαλίζει χρήματα και φήμη μέσα από αγώνες στους οποίους συμμετείχε.

Ανήσυχη η μητέρα Μπέτικερ από τον τυχοδιωκτικό και ριψοκίνδυνο χαρακτήρα του θετού της γιου, έπεισε τον πρώην συμμαθητή του στο σχολείο και νυν κινηματογραφικό παραγωγό Χαλ Ρόουτζ τζούνιορ να τον πείσει να επιστρέψει στην Καλιφόρνια, δελεάζοντάς τον με μια δουλειά στον χώρο του σινεμά. Χρησιμοποιώντας τις επαγγελματικές γνωριμίες του φίλου του, ο Οσκαρ τζούνιορ εισήλθε σταδιακά στη βιομηχανία του θεάματος, προσφέροντας κατ αρχάς τις τεχνικές γνώσεις του στο γύρισμα του ταυρομαχικού δράματος «Αίμα Και Αμμος» (1941), κάνοντας ευκαιριακές δουλειές και σύντομα θητεύοντας ως βοηθός πλάι στη μοντέρ Μπάρμπαρα Μακ Λιν και τον σκηνοθέτη Ρούμπεν Μαμούλιαν. Στο πλευρό των δυο αυτών ανθρώπων, ο Μπέτικερ απέκτησε τις θεμελιώδεις γνώσεις που του χρειάζονταν για να κατανοήσει την τέχνη και τη μεθοδολογία πίσω από την πραγματοποίηση μιας ταινίας.

Κερδίζοντας ολοένα την εμπιστοσύνη των εργοδοτών του, ο σκληροτράχηλος νεαρός ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία, αρχικά ξαναγυρίζοντας σκηνές για ταινίες άλλων δημιουργών που το είχαν ανάγκη και στη συνέχεια ολοκληρώνοντας μόνος τα πρώτα του φτηνά φιλμ, με το όνομα που του είχε δώσει ο πατέρας του. Εχοντας την εποπτεία του Τζον Γουέιν στην παραγωγή, ο Μπέτικερ έγραψε και σκηνοθέτησε στα 1951 το «Ο Ταυρομάχος Και Η Κυρία», μεταφέροντας σε αυτό τις εμπειρίες του από τις αρένες του Μεξικό και κερδίζοντας μία υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερου σεναρίου, έστω κι αν η τελική μορφή με την οποία το φιλμ κυκλοφόρησε στις αίθουσες ήταν κατά μισή ώρα μικρότερη από την εκδοχή που επιθυμούσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης της. Ακόμη κι έτσι, ο «Ταυρομάχος» υπήρξε η πρώτη ταινία την οποία ο Μπέτικερ υπέγραψε με το όνομα Μπαντ, θέλοντας συμβολικά να κινήσει πάλι από το μηδέν και να επαναπροσδιορίσει την μέχρι τότε καριέρα του.

Αμέσως μετά την απήχηση του φιλμ, ο Μπέτικερ υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία Universal, παραδίδοντας στην εταιρεία μια σειρά γουέστερν και περιπετειών δεύτερης διαλογής και ελάχιστων απαιτήσεων που, αν και ζητούσαν τη μίνιμουμ καλλιτεχνική συνδρομή του σκηνοθέτη, του έδιναν εντούτοις την ευκαιρία να δουλέψει με γνωστούς ηθοποιούς και αυξημένους προϋπολογισμούς. Ενα μεσημέρι του 1955, ωστόσο, στο διάλειμμα από τα γυρίσματα του φιλμ νουάρ «Τhe Killer Is Loose», η καριέρα του επρόκειτο να πάρει μια εντελώς διαφορετική τροπή. Ο Τζον Γουέιν τον συνάντησε για να του προτείνει να διαβάσει τη δουλειά που του είχε εμπιστευτεί ένας νεαρός και πολλά ελπιδοφόρος σεναριογράφος, με την προοπτική να την σκηνοθετούσε. Ο Μπέτικερ ξεκίνησε να διαβάζει το σενάριο και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις πρώτες τριάντα πέντε σελίδες, έσπευσε να ξαναβρεί τον Γουέιν, για να του εκδηλώσει τον ενθουσιασμό του και την επιθυμία να αναλάβει την ταινία. Μη χάνοντας χρόνο, ο Γουέιν σύστησε τον Μπαντ Μπέτικερ στον ταλαντούχο σεναριογράφο του, Μπερτ Κένεντι, και στο σημείο εκείνο όπου οι δυο άντρες ένωσαν τα χέρια ξεκίνησε ένα από τα ωραιότερα κεφάλαια στην ιστορία του κινηματογράφου.

«Ομως ποιος θα υποδυθεί τον κεντρικό ρόλο;» ρώτησε ο Μπέτικερ τον Τζον Γουέιν. Κι εκείνος πρότεινε τον Ράντολφ Σκοτ, αγέρωχο και αρχοντικό στα εξήντα του σχεδόν χρόνια, ο οποίος δέχτηκε αμέσως την πρόταση και, μάλιστα, πήρε τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο υπό την προστασία της δικής του εταιρείας παραγωγής, για να γυρίσουν μαζί πέντε συνολικά ταινίες. Με εξαίρεση το «Decision At Sundown» του 1957 που δεν έφερε την επιδέξια πένα του Κένεντι και το «Westbound» (1959) που ο Μπέτικερ κινηματογράφησε διεκπεραιωτικά, εξαργυρώνοντας μια υποχρέωση που είχε στη Warner Bros, οι υπόλοιπες ταινίες αποτελούν μικρά αριστουργήματα του είδους και ταυτόχρονα απαρτίζουν έναν θεματικά συμπαγή κορμό που παραλλάσσει, την ίδια ώρα που εμβαθύνει και βελτιώνει, τα ίδια μοτίβα.



Αιχμάλωτοι της ερήμου
Εναν χρόνο μετά τη γνωριμία των τριών αντρών, η πρώτη ταινία της συνεργασίας ανάμεσα στον Μπέτικερ, τον Κένεντι και τον Σκοτ ήταν γεγονός. Αντιπροσωπευτικό ως προς τη θεματολογία και το ύφος που επρόκειτο να χαρακτηρίσουν κάθε μετέπειτα φιλμ της δημιουργικής συμμαχίας, το «Seven Men From Νow» (1956) ακολουθεί μια απλή αλλά σφιχτοδεμένη πλοκή, την οποία θα συναντήσουμε σε παραλλαγές στα υπόλοιπα γουέστερν του Μπέτικερ: Μια ετερόκλητη μικρή ομάδα ανθρώπων βρίσκεται στη μέση της ερήμου και, προκειμένου να επιστρέψει ασφαλής πίσω στον πολιτισμό, αναγκάζεται να συνυπάρξει και να έρθει από κοινού αντιμέτωπη όχι μόνο με το πλήθος εξωτερικών κινδύνων που παραμονεύουν, αλλά και με μερικές από τις πιο σκοτεινές εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης τους, οι οποίες αναδύονται στην επιφάνεια. Περαστική σκιά σε αυτές τις κοινότητες ανθρώπων παρουσιάζεται μονίμως ένας περιπλανώμενος άντρας που κατατρύχεται από τους δικούς του δαίμονες και ο οποίος ωθείται με μια σχεδόν ψυχωτική θέληση να κλείσει ανοιχτούς λογαριασμούς του με το παρελθόν, είτε μέσω κάποιας αποστολής διάσωσης είτε μέσω μιας προσωπικής εκδίκησης. Μόλις το καραβάνι συναντήσει τα σύνορα κάποιας κωμόπολης, ο λιγομίλητος καουμπόης θα συνεχίσει ακάθεκτος το μοναχικό του ταξίδι στο πουθενά, αρνούμενος ουσιαστικά ή συνειδητοποιώντας την αδυναμία του να ενταχθεί σε οτιδήποτε θεωρείται φυσιολογική ζωή.

Περιορισμένων δυνατοτήτων και εκφραστικότητας ηθοποιός, ο Σκοτ έμοιαζε παρ όλα αυτά ταιριαστός για τους λακωνικούς ρόλους που του ανέθετε να ενσαρκώσει ο Μπέτικερ, περιφέροντας στα πλάνα του μια ατσαλένια και τραχιά αρρενωπή φιγούρα που επιφυλάσσει ελάχιστες αλλά σταράτες κουβέντες για τους συνομιλητές της, ιππεύει με στιβαρότητα το άλογό και διατηρεί σταθερά το ίδιο παγωμένο πρόσωπο, θέλοντας να κρύψει έτσι τον συναισθηματικό τυφώνα που ελλοχεύει πίσω της. Σε αυτά τα σκληρά και σμιλευμένα από το πέρασμα του χρόνου χαρακτηριστικά βρήκε ιδανικό καταφύγιο ο υπαρξιακός ήρωας που κατοικεί στα γουέστερν του Μπέτικερ.

Ο σιωπηλός αναβάτης που υποδύεται με μικρές πάντα αποκλίσεις ο Ράντολφ Σκοτ είναι στην ουσία ένας αναχρονισμός, ένα φάντασμα και κυρίως μια τραγική σιλουέτα που ζητά λύτρωση από τις ερινύες της μέσα σε έναν κρανίου τόπο, φτιαγμένο από καυτό ήλιο, σκόνη και βράχια. Ο Μπέτικερ τον εισάγει μονίμως στο πρώτο πλάνο κάθε του ταινίας, φιλμάροντάς τον να εισέρχεται από το πουθενά, και με τον ίδιο τρόπο τον παρακολουθεί να εξέρχεται στο φινάλε.

Ανένταχτος στην οποιαδήποτε υποψία κοινότητας, αυτοεξόριστος μακριά από τις πόλεις και τις κοινωνίες των ανθρώπων και συνάμα οδυνηρά μόνος, ο ήρωας του Σκοτ επαναλαμβάνει την ίδια ιεροτελεστία: συνοδεύει την ομάδα των αναγκαστικών συνοδοιπόρων του πίσω στον πολιτισμό και αμέσως αποχωρεί. Οπως ο Τζον Γουέιν αφήνει στην «Αιχμάλωτη Της Ερήμου» την πόρτα της σιγουριάς τού να ανήκεις κάπου να κλείσει οριστικά πίσω του και διαλέγει να τον καταπιεί για πάντα το φυσικό τοπίο, έτσι και ο Ράντολφ Σκοτ επιστρέφει πάντα στη σισύφεια εξορία της ερήμου που έχει επιλέξει για τον εαυτό του, κουβαλώντας διηνεκώς στους ώμους του το βάρος μιας αβάσταχτης απώλειας που γνωρίζει ότι δεν πρόκειται με τίποτα να ξεπληρωθεί. Γι αυτόν το μοναδικό ταξίδι είναι το ταξίδι στη λήθη, από όπου δεν υπάρχει γυρισμός...



Η μοίρα αυτών που περιπλανιούνται
Σε πείσμα της επικής διάρκειας και των μεγαλεπήβολων πλοκών που χαρακτήριζαν τα περισσότερα γουέστερν της δεκαετίας του 60, ο Μπέτικερ φρόντιζε οι ταινίες του να μην ξεπερνούν ποτέ τα 78 λεπτά, επιδεικνύοντας στην πορεία μια αξιοθαύμαστη αφηγηματική οικονομία και μια στυλιστική λιτότητα που βοηθούσε τις μετριοπαθείς δημιουργίες του να μοιάζουν πιο άμεσες και πιο αυθεντικές. Σε καθεμιά από τις πέντε σπουδαίες ταινίες του, ο Μπέτικερ παραλλάσσει ουσιαστικά μια αφοπλιστικά λιτή ιστορία, εξερευνώντας όμως με κάθε καινούργιο φιλμ τις άφθονες παραμέτρους της.

Με αυτό τον τρόπο, οι ταινίες του γίνονταν πότε τελετουργίες ανδρισμού, τιμής και επιβίωσης σε έναν κόσμο καταπιεσμένων επιθυμιών, πρωτόγονων ενστίκτων και ανελέητων νόμων και πότε ένα πανόραμα ανθρώπινης συμπεριφοράς στο οποίο τα όρια ανάμεσα στην ηθική και τη διαφθορά είναι πράγματι πολύ λεπτά. Πότε απάρτιζαν ένα συμπαγές όραμα συναδελφικότητας, κοινότητας και ανθρωπιάς μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες και πότε αποδέχονταν με μελαγχολία τη μοναξιά ως μοναδική μοίρα των περιπλανώμενων αυτής της γης.

Κάνοντας εκπληκτική χρήση του φυσικού περιβάλλοντος (πάντα η αχανής πεδιάδα του καλιφορνέζικου Λόουν Πάιν), ο Μπέτικερ τοποθετούσε την ξεγυμνωμένη στα απολύτως απαραίτητα ίντριγκά του σε ένα σκηνικό που αποκτούσε συμβολικές και μυθικές διαστάσεις μπροστά στην κάμερα, παίρνοντας στην πορεία τη μορφή ενός χαμένου κόσμου και μιας αρένας στην οποία κάθε ήρωας θα χρειαστεί να παλέψει με τις αρχές και τα πιστεύω του.

Μέσα από τις ταινίες αυτές, πάντως, το παραδοσιακό γουέστερν απομακρύνθηκε σταδιακά από τα γνώριμα εδάφη των πατριωτικών παιάνων και των ηρωικών εξιστορήσεων για να εγκαινιάσει τον πεσιμισμό και τη φαταλιστική διάθεση πάνω στις οποίες θα στήριζαν τις ταινίες τους ο Σαμ Πέκινπα κι ο Μόντι Χέλμαν.



Ενας φτωχός και μόνος καουμπόης
Σε όλη τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων που χρειάστηκαν μέχρι να ολοκληρώσει τα γουέστερν του, ο Μπαντ Μπέτικετ δούλευε μεθοδικά πάνω στη πραγματοποίηση ενός μακροχρόνιου πόθου του. Για δεκαοχτώ σαββατοκύριακα ταξίδευε στο Μεξικό και κινηματογραφούσε τους αγώνες του Κάρλος Αρούζα, του πιο θρυλικού ταυρομάχου της χώρας και παλιού του φίλου, συγκεντρώνοντας το υλικό που θα αποτελούσε τον βασικό κορμό πάνω στον οποίο θα στήριζε ένα φιλόδοξο ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του δημοφιλούς torero, με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

Το 1961, ο σκηνοθέτης μετακόμισε στο Μεξικό με την τότε σύζυγό του, Ντέμπρα Πέιτζετ, έχοντας συγκεντρώσει ένα πρώτο ποσό για να ξεκινήσει το γύρισμα του «Αrruza». Για τα επόμενα εφτά χρόνια, όμως, χρειάστηκε να παλέψει αλλεπάλληλες φορές με την έλλειψη χρημάτων, να αντιμετωπίσει ένα διαζύγιο και μια παρ ολίγον μοιραία πνευμονία, να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση, να πτωχεύσει, να βρεθεί παγιδευμένος σε μια ξένη και σκληρή χώρα, να φυλακιστεί προσωρινά για χρέη, να περάσει μια νύχτα σε άσυλο φρενοβλαβών και να δεχτεί το τελειωτικό χτύπημα όταν, το 1966, ο Αρούζα και αρκετά μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου σκοτώθηκαν σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το πείσμα και η αποφασιστικότητά του, ωστόσο, τον οδήγησαν να ολοκληρώσει το πολύπαθο φιλμ και να το δει να κυκλοφορεί στις αίθουσες το 1972.

Μετά την εξοντωτική εμπειρία του Μεξικό, ο Μπέτικερ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες άφραγκος, μόνος και εξασθενημένος από μια βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού. Για το υπόλοιπο της ζωής του αφιερώθηκε στο να εκπαιδεύει άλογα στο ράντζο που είχε ως σπίτι και σκηνοθέτησε ένα ακόμη ντοκιμαντέρ («Μy Kingdom For...») το 1985.

Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου του 2001, σε ηλικία 85 ετών και μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Ελάχιστα μέλη της κινηματογραφικής κοινότητας έσπευσαν να θυμηθούν τη συμβολή του ασυμβίβαστου αυτού ονειροπόλου στο σινεμά ή να μνημονεύσουν την κληρονομιά των θεσπέσιων γουέστερν που άφησε πίσω του. Ο Μπαντ Μπέτικερ χάθηκε μόνος. Μόνο ένας επικήδειος στο περιοδικό «Variety» απέμεινε να θυμίσει στους παλιούς και να μάθει στους νεώτερους κάτι από την περιπετειώδη φύση που ακολούθησε μέχρι την τελευταία του κατοικία αυτό τον μοναχικό καουμπόη του Χόλιγουντ.



Σιωπηλός Καβαλάρης


Ο Ράντολφ Σκοτ στα πέντε αριστουργήματα του Μπαντ Μπέτικερ

Στο «Seven Men from mow» (1956), πρώτη συνεργασία του με τον Μπέτικερ, ο Σκοτ ερμηνεύει έναν πρώην σερίφη που αναζητά στην ερημική κοιλάδα τους υπεύθυνους για τη δολοφονία της συζύγου του. Στην πορεία του συναντά ένα παντρεμένο ζευγάρι που προσπαθεί να φτάσει στην πόλη με την άμαξά του, όπως και δυο ληστές, ο ένας από τους οποίους εποφθαλμιά ένα πολύτιμο φορτίο που βρίσκεται στο εσωτερικό της άμαξας.

Στο «Βuchanan Rides Αlone» (1957), ο ηθοποιός υποδύεται έναν περιπλανώμενο άντρα που καταφθάνει σε μια διεφθαρμένη κωμόπολη και καλείται να προστατεύσει τον εαυτό
τουκαι την περιουσία του από την ανήθικη οικογένεια αντρών που κυβερνούν τον τόπο.

Στο «Τhe Tall Τ» (1958) ο Σκοτ ενσαρκώνει έναν ιδιοκτήτη ράντζου που χάνει το άλογό του καθ οδόν προς την πόλη και βρίσκεται μαζί με ένα ζευγάρι νεόνυμφων όμηρος μιας ομάδας παρανόμων κι ενός σύνθετου ψυχολογικού παιχνιδιού, στη διάρκεια του οποίου οι μάσκες πέφτουν και καθένας από τους χαρακτήρες αφήνει να αποκαλυφθεί το αληθινό του πρόσωπο.

Στο «Ride Lonesome» (1959), ο Ράντολφ Σκοτ μετατρέπεται σε κυνηγό επικηρυγμένων ο οποίος, μέχρι τέλους του φιλμ, θα έχει εκδικηθεί τον άνθρωπο που υπήρξε υπεύθυνος για τον θάνατο της γυναίκας του, χρησιμοποιώντας ως δόλωμα τη σύλληψη του νεαρού αδερφού του. Μαζί του θα διασταυρωθούν δυο ακόμη περιπλανώμενοι παράνομοι, οι οποίοι σκοπεύουν να εγκαταλείψουν δια παντός τη ζωή που κάνουν, όπως και η νεαρή χήρα ενός ιδιοκτήτη μεθοριακού σταθμού, θύμα επίθεσης από ινδιάνους. Οι τέσσερις αυτοί χαρακτήρες υποχρεώνονται να συνυπάρξουν για να αντιμετωπίσουν από κοινού οποιονδήποτε κίνδυνο συναντήσουν στο δρόμο για τη Σάντα Κρουζ.

Στο «Comanche Station» (1960), ο καουμπόης του Σκοτ σώζει μια γυναίκα από την αιχμαλωσία των Ινδιάνων και αναλαμβάνει να την επιστρέψει στον άντρα της, ο οποίος διαθέτει ένα μεγάλο ποσό ως αμοιβή σε όποιον τη βρει, προστατεύοντάς την όμως στην πορεία από μια ομάδα παρανόμων που θέλουν να καρπωθούν τα χρήματα της αμοιβής. Οταν η περιπέτεια λάβει τέλος, ο Ράντολφ Σκοτ θα βρεθεί στο κατώφλι του σπιτιού της γυναίκας που έσωσε, γνωρίζοντας ότι γι αυτόν μοναδική λύση είναι ο δρόμος, η αέναη συνέχιση του ίδιου ταξιδιού. Και καθώς ο ήρωας απομακρύνεται από το πλάνο, με τον χαρακτηριστικό τρόπο που το είχε πράξει και στις προηγούμενες ταινίες, γνωρίζουμε πλέον ότι η μοναξιά του θα αντηχεί όπως τα βήματα από τις οπλές του αλόγου σε βράχια δαρμένα από τον καιρό και βουνά που δέχονται στωικά τον άνεμο. Και η σκιά του θα πέφτει βαριά στον δρόμο που αφήνει πίσω του.