Κλάιβ Οουεν - Brit Noir

22.06.2007
Εxει το στιλ του σταρ μακρινών χολιγουντιανών εποχών. Λιγομίλητος, με «βαρύ», μελαγχολικό βλέμμα αλλά και μια αύρα ρομαντισμού, κατακτά αργά και σταθερά καρδιές, εκτίμηση, αλλά και μερικούς από τους πιο αξιοζήλευτους ρόλους του σύγχρονου σινεμά.

Εxει το στιλ του σταρ μακρινών χολιγουντιανών εποχών. Λιγομίλητος, με «βαρύ», μελαγχολικό βλέμμα αλλά και μια αύρα ρομαντισμού, κατακτά αργά και σταθερά καρδιές, εκτίμηση, αλλά και μερικούς από τους πιο αξιοζήλευτους ρόλους του σύγχρονου σινεμά.

Από την Κατερίνα Ανδρεαδάκου

Ορισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το λαμπρό πεπρωμένο τους. Χαρισματικοί εκ φύσεως, είτε λόγω εξωτερικής εμφάνισης, είτε λόγω ταλέντου στον χώρο τους, προσελκύουν, αργά ή γρήγορα, την προσοχή αλλά και τους προβολείς της δημοσιότητας. Ανθρωποι σαν τον Κλάιβ Οουεν έχουν την τύχη να είναι προικισμένοι και με τα δύο παραπάνω χαρίσματα, και σε αυτές τις περιπτώσεις η αναγνώριση είναι αναπόφευκτη. Αυτό το καλοκαίρι, το ελληνικό κοινό θα πάρει μια έξτρα γεύση από... Οουεν, καθώς κυκλοφορούν δύο ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστεί- ως κόμικς ήρωας στην Αμαρτωλή Πόλη των Ροντρίγκεζ, Μίλερ και ως τραγικός αντιήρωας στο Θα Κοιμηθώ Οταν Πεθάνω του Μάικ Χότζες.

Ο 41χρονος Βρετανός μέσα στα τελευταία επτά χρόνια έχει περάσει επιτυχημένα τα τοπικά σύνορα καθ οδόν για τη παγκόσμια φήμη, έχει απορρίψει επανειλημμένα τον (φαινομενικά απόλυτα ταιριαστό γι αυτόν) ρόλο του Τζέιμς Μποντ, έχει κερδίσει Χρυσή Σφαίρα και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ (με το περσινό Εξ Επαφής), έχει περάσει από τον... απατηλό κόσμο των μπλοκμπάστερ (Βασιλιάς Αρθούρος, Χωρίς Ταυτότητα). Πάνω απ όλα, όμως, του ταιριάζει το στιλ των ταινιών νουάρ των δεκαετιών 40 και 50, όπως φάνηκε μέσω της συνεργασίας του με τον συμπατριώτη του Χότζες, με τον αριστουργηματικό Κρουπιέρη (2000) και με το ατμοσφαιρικό Θα Κοιμηθώ Οταν Πεθάνω (2003). Το σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπό του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον εκφραστικό πλούτο των ματιών του, ενώ η υποκριτική του δυναμική ολοκληρώνεται από την επιβλητική σωματική του παρουσία.

«Η πιο καυτή βρετανική εξαγωγή μετά την Τζάγκουαρ», όπως τον αποκαλεί ένα δημοφιλές ηλεκτρονικό site, φροντίζει να διατηρεί την προσωπική του ζωή... προσωπική, ενώ, παρόλο που η εικόνα του ήσυχου, στιλάτου και ευθύ χαρακτήρα αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, δεν ξεπέφτει σε φτηνά διαφημιστικά κόλπα, όπως αρκετοί άλλοι συνομήλικοι συνάδελφοί του, ώστε να προμοτάρει τον εαυτό του ή τις ταινίες του. Οι λόγοι είναι απλοί. Κατ αρχάς, οι κινηματογραφικές του εμφανίσεις μοιάζουν, ως τώρα, προσεκτικά διαλεγμένες. Ο Κρουπιέρης θεωρείται ένα σύγχρονο μικρό διαμάντι, το Εξ Επαφής άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις, αν μη τι άλλο, για τον ίδιο και τις ερμηνευτικές του ικανότητες, ενώ η Αμαρτωλή Πόλη τον οδηγεί σ' ένα άλλο επίπεδο, χαρίζοντάς του έναν από τους πλέον αβανταδόρικους ρόλους μιας ταινίας με μια ολόκληρη λίστα εντυπωσιακών πρωταγωνιστών και κόμικς χαρακτήρων. Ο ήρωας που υποδύεται, ο Ντουάιτ, αποτελεί μάλλον μια... δυσδιάστατη εκδοχή του εαυτού του και της πλειοψηφίας των ρόλων που μέχρι τώρα έχει αναλάβει. Ο σκληρός άνδρας με μια ρομαντική πλευρά, ο ήρωας που δεν λέει πολλά αλλά κάνει πράξη τις υποσχέσεις του, ο άντρας που αγαπούσαν -και αγαπούν- οι γυναίκες. Σύγχρονος Μπόγκαρτ; Ισως, το τόλμημα αυτής της σύγκρισης να μη μοιάζει και τόσο υπερβολικό ή ιερόσυλο. Αλλωστε, σε μια κινηματογραφική βιομηχανία όπου οι πιτσιρικάδες αλλά και οι... παλιμπαιδίζοντες σταρ πασχίζουν να βρουν ατσαλάκωτους χαρακτήρες να ερμηνεύσουν, ο Οουεν ηθελημένα επιλέγει αντιήρωες με ελαττώματα, με αδυναμίες και προσωπικές αποτυχίες. Αυτό δηλαδή που σκιαγραφεί, περισσότερο από κάθε άλλον ρόλο του ως σήμερα, ο χαρακτήρας του Γουίλ στο Θα Κοιμηθώ Οταν Πεθάνω. Ο γκάνγκστερ που γίνεται ερημίτης και επανέρχεται στην αληθινή ζωή μετά το θάνατο του αδελφού του. Αν ο Εγγλέζος ήθελε να μιλήσει ανοιχτά για την προσωπική του ζωή και την... προ φήμης καριέρα του, θα είχε πολλά ενδιαφέροντα να πει. Γεννημένος στο Κόβεντρι, μεγάλωσε με την απουσία του φυσικού του πατέρα, ενός τραγουδιστή κάντρι, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένειά του, όταν ο Κλάιβ ήταν τριών ετών. Η μεγάλη απόφαση να γίνει ηθοποιός ήρθε στα 13 του χρόνια, μετά από μια παράσταση του «Ολιβερ», όπου κέρδισε τις εντυπώσεις ως Αρτφουλ Ντότζερ. Ως Βρετανός ηθοποιός που σέβεται τον εαυτό του και την υποκριτική παράδοση της χώρας του, σπούδασε στη Βασιλική Δραματική Σχολή και αποφοίτησε μαζί με τον Ρέιφ Φάινς, ενώ άρχισε αμέσως να συμμετέχει σε παραστάσεις του θιάσου του Young Vic. Το 1997 συμμετείχε στις παρθενικές παραστάσεις του «Εξ Επαφής» στο Λονδίνο, είχε όμως ήδη επιλέξει την κινηματογραφική καριέρα αντί για την θεατρική. «Το θέατρο είναι σαν γυμναστική. Αισθάνομαι πως είναι υγιές. Αλλά δεν το αγαπάω όπως τις ταινίες. Είμαι ένα πραγματικό κινηματογραφικό κτήνος».

Μέχρι τότε, ήταν ήδη γνωστός στη Βρετανία από μια τηλεοπτική σειρά, το «Chancer», απ όπου έφυγε για να αποφύγει την πίεση των ταμπλόιντ που ασχολούνταν συνεχώς με την προσωπική του ζωή. Ακολούθησαν κι άλλες εμφανίσεις στην τηλεόραση, ενώ το 1997 υποδύθηκε έναν ομοφυλόφιλο έγκλειστο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας στην κινηματογραφική διασκευή του θεατρικού Bent. Ετσι κέρδισε την προσοχή του Μάικ Χότζες (Συλλάβετε Τον Κάρτερ), ο οποίος τον επέλεξε για το ρόλο του Τζακ Μάνφρεντ στον Κρουπιέρη του, μια καθαρόαιμη νεονουάρ ταινία. Ο Οουεν προσέδωσε τις κατάλληλες δόσεις αρρενωπότητας, ευαισθησίας και σκληράδας στον ήρωά του και ήταν τότε που το προσωπικό του αστέρι άρχισε να λάμπει, κατά ειρωνικό τρόπο, πρώτα στην Αμερική, όπου η ταινία έγινε απρόσμενη επιτυχία. «Ποτέ δεν μ ενδιέφερε να υποδύομαι το καλό παιδί. Πάντοτε με γοήτευαν οι επικίνδυνοι χαρακτήρες. Αυτοί οι ρόλοι είναι συνήθως πολύ πιο ενδιαφέροντες και δεν φοβάμαι να τους αναλαμβάνω. Με τον χαρακτήρα μου στον Κρουπιέρη, ποτέ δεν είσαι απόλυτα σίγουρος από πού έρχεται. Δεν είναι ακριβώς ούτε καλός ούτε κακός τύπος. Αλλά οι άνθρωποι γενικά δεν είναι καλοί, έτσι δεν είναι»;

Η πρώτη αίσθηση ότι ο Οουεν ήταν γεννημένος για να αναλάβει κάποτε το ρόλο του Τζέιμς Μποντ ήρθε από ένα απροσδόκητο μέρος, τις διάσημες διαφημίσεις της BMW με γενικό τίτλο «Τhe Ηire», το 2001. Στις πέντε διαφημίσεις, σκηνοθετημένες από διάσημους σκηνοθέτες, ο Οουεν υποδύθηκε τον οδηγό του πολυτελούς αυτοκινήτου, ο οποίος μπλέκει σε διάφορες περιπέτειες, διατηρώντας πάντα την ψυχραιμία και το στιλ του. Από τότε, η φημολογία και οι προτάσεις για το ρόλο του 007 δεν έχουν σταματήσει, αν και ο Οουεν έχει δηλώσει ξεκάθαρα πως δεν επιθυμεί να ταυτιστεί μ έναν ρόλο στάση που διατηρεί μέχρι σήμερα. Κρίνοντας από την πλειοψηφία των ηθοποιών που «συστήθηκαν» ως «Μποντ. Τζέιμς Μποντ», μάλλον ξέρει καλά τι κάνει.

Οι προτάσεις από το Χόλιγουντ άρχισαν να πέφτουν βροχή, αλλά ο εσωστρεφής σταρ συνέχισε να βλέπει την ξαφνική άνοδό του με... επιφύλαξη και καχυποψία, θέλοντας ταυτόχρονα να αποφύγει τις κακές ή επιπόλαιες επιλογές, αλλά και το ενοχλητικό ενδιαφέρον των σκανδαλοθήρων. Παρ όλα αυτά, συμμετείχε σε δύο μεγάλες παραγωγές, κρατώντας έναν δευτεραγωνιστικό ρόλο στο Χωρίς Ταυτότητα και τον ομώνυμο ρόλο στον περσινό Βασιλιά Αρθούρο. Η ταινία πήρε τις αναμενόμενες χλιαρές κριτικές που συνήθως επιφυλάσσονται για τα υποψήφια μπλοκμπάστερ, η εμπορική της κίνηση ήταν απρόσμενα απογοητευτική και ο Οουεν ένιωσε για πρώτη φορά την αίσθηση του πισώπλατου μαχαιρώματος, όταν κάποιοι πικραμένοι παράγοντες τού χρέωσαν μέρος της αποτυχίας της, γεγονός που ο ίδιος αναγκάστηκε να αντικρούσει. Η καλύτερη, όμως, απάντηση ήρθε με τον προσωπικό του ερμηνευτικό θρίαμβο στο κινηματογραφικό Εξ Επαφής, ενώ η παρουσία του στην Αμαρτωλή Πόλη επιβεβαιώνει τη θέση του στο Χόλιγουντ.

Ακολουθούν δύο θρίλερ, το Derailed του Μίκαελ Χάφστρομ αλλά και το The Inside Man του Σπάικ Λι, όπου συμπληρώνει το εξαίρετο καστ των Ντένζελ Γουάσινγκτον, Τζόντι Φόστερ και Γουίλεμ Νταφόε. Οσο για το κατά πόσο θα μπορέσει να διατηρήσει «κλειστή» την ιδιωτική του ζωή επ άπειρον, αυτό παραμένει στα δικά του χέρια. Ρωμαίος που κέρδισε την Ιουλιέτα του, ο Κλάιβ παντρεύτηκε τη Σάρα Τζέιν μετά από έναν έρωτα που ξεκίνησε στις παραστάσεις του θρυλικού σαιξπηρικού έργου. Περήφανος πατέρας δύο κοριτσιών, έχει αποδείξει ότι καταφέρνει να διατηρεί τις ισορροπίες της ζωής του. «Είμαι αρκετά άνδρας, αλλά ταυτόχρονα νομίζω ότι είμαι και αρκετά ευαίσθητος. Δεν φοβάμαι τη θηλυκή μου πλευρά». Τουλάχιστον για το κοινό του, αυτή η θηλυκή πλευρά μένει κρυμμένη πίσω από ένα στιβαρό παρουσιαστικό, αν και οι αποχρώσεις ενός ρομαντισμού άλλων εποχών συντελούν σ' ένα ιδανικά ολοκληρωμένο σύνολο ενός ηθοποιού γεννημένου, θαρρείς, για να γίνει κινηματογραφικό είδωλο.