Κουέντιν Ταραντίνο - Ο βασιλιάς της ποπ

28.06.2007
Μερικές από τις πιο γοητευτικές success stories στον κόσμο ανήκουν στο Χόλιγουντ. Μία από αυτές μιλά για έναν λαλίστατο νεαρό υπάλληλο βιντεοκλάμπ, ο οποίος κατάφερε να γίνει ο πιο ξακουστός σκηνοθέτης στον πλανήτη, αφού προηγουμένως ξόδεψε ολόκληρη την εφηβεία του βλέποντας ταινίες. Τον έχω τώρα μπροστά μου και μιλά ακατάπαυστα για το καινούργιο του φιλμ «Death Ρroof». Και για το παράξενο κινηματογραφικό ιδίωμα που ακούει στο όνομα «grindhouse».

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

Μερικές από τις πιο γοητευτικές success stories στον κόσμο ανήκουν στο Χόλιγουντ. Μία από αυτές μιλά για έναν λαλίστατο νεαρό υπάλληλο βιντεοκλάμπ, ο οποίος κατάφερε να γίνει ο πιο ξακουστός σκηνοθέτης στον πλανήτη, αφού προηγουμένως ξόδεψε ολόκληρη την εφηβεία του βλέποντας ταινίες. Τον έχω τώρα μπροστά μου και μιλά ακατάπαυστα για το καινούργιο του φιλμ «Death Ρroof». Και για το παράξενο κινηματογραφικό ιδίωμα που ακούει στο όνομα «grindhouse».

Δεν χωρά αμφιβολία: Ο Κουέντιν Ταραντίνο έλιωσε τα τζιν παντελόνια της εφηβείας του σε μισοχαλασμένες πολυθρόνες κινηματογράφων της συμφοράς. Ενώ οι συνομήλικοί του μεγάλωναν με δημητριακά και τη φροντίδα της μαμάς, εκείνος εμπιστεύτηκε την ενηλικίωσή του σε σπαγγέτι γουέστερν, b-movies, ταινίες τρόμου, κουνγκ φου περιπέτειες. Ξεκινούσε από τη φτωχογειτονιά όπου μεγάλωσε, στα νότια του Λος Αντζελες, και διέσχιζε τη μεγαλούπολη, μπαινοβγαίνοντας από τη μία αίθουσα στην άλλη, καταβροχθίζοντας ασταμάτητα ταινίες. Στα δεκαεπτά του παρατά το σχολείο. Πιάνει δουλειά σε βιντεοκλάμπ, βλέποντας και αναλύοντας ολημερίς φιλμ, κρατώντας κλεφτά σημειώσεις από αγαπημένες σκηνές ή ατάκες τις οποίες θα μπορούσε να δανειστεί όταν θα έφτανε η στιγμή που ονειρευόταν περισσότερο: να γυρίσει την δική του ταινία. Από τη στιγμή που αυτό έγινε εφικτό, ο Ταραντίνο καταγράφηκε στα χρονικά ως ένα γνήσιο παράδοξο. Χωρίς καμιά προηγούμενη επαφή με την κάμερα, χωρίς το παραμικρό credit που να δηλώνει ότι αυτός ο άνθρωπος έμαθε ό,τι έμαθε σε κάποια σχολή κινηματογράφου, μεταμορφώθηκε εντός μιας δεκαετίας στον διασημότερο δημιουργό του μοντέρνου σινεμά. Τα στούντιο τον σέβονται. Οι παραγωγοί δεν του χαλούν χατίρι. Οι θεατές τον λατρεύουν. Οι κριτικοί τον αποθεώνουν. Οι αίθουσες γεμίζουν. Είναι ο μοναδικός σκηνοθέτης που όλοι επιμένουν να αντιμετωπίζουν σαν αληθινό σταρ. Κι εκείνος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μεταφράζει εξακολουθητικά τις σινεφίλ εμμονές του σε ταινίες που τρυπώνουν εύκολα στο αλφάβητο της ποπ κουλτούρας.

Σκέφτομαι τα παραπάνω έχοντας το βλέμμα μου επίμονα καρφωμένο στο αυθάδικο, υπερτονισμένο πηγούνι του. Το βλέπω που ανεβοκατεβαίνει συνέχεια, καθώς ο Ταραντίνο επιδίδεται σε ένα από τα ατέλειωτα λεκτικά του παραληρήματα. Είναι μεσημέρι. Βρισκόμαστε στις Κάννες, μία μόλις μέρα μετά την πρεμιέρα του «Death Ρroof» στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι κοντά στη θάλασσα. Εχει πολλή ζέστη. Ο ιδρώτας κυλά από το μέτωπό του, το πρόσωπό του έχει αναψοκοκκινίσει από έξαψη, η φωνή του έχει βραχνιάσει, εκείνος όμως δεν σταματά να μιλά και να χειρονομεί, εξηγώντας στους δημοσιογράφους την αγάπη του για το είδος των ταινιών τις οποίες επικαλείται η δημιουργία του. Για την υποκουλτούρα των λεγόμενων grindhouse αιθουσών (η λέξη προέκυψε από το άλεσμα- grinding του ενός φιλμ μετά το άλλο στα εναλλασσόμενα προγράμματα προβολών) που μεσουράνησαν τη δεκαετία του 70 στην Αμερική ως ναοί του trash, του exploitation και άλλων ιδιωμάτων βγαλμένων κατευθείαν από τον αχανή κινηματογραφικό υπόνομο. «Αμα δεν το ζήσεις, δεν μπορείς να το φανταστείς» ισχυρίζεται ο Ταραντίνο. Για πες μας, λοιπόν, Κουέντιν: τι ακριβώς χάσαμε;

«Μα, είναι εκπληκτική η ίδια η ιδέα του τι σήμαινε να επισκέπτεσαι μια grindhouse αίθουσα εκείνο τον καιρό» απαντά εκείνος. «Οι σάλες που ονομάζονταν έτσι στεγάζονταν στην καρδιά μεγάλων αστικών κέντρων, όπως το Ντιτρόιτ, το Σικάγο, η Νέα Υόρκη, το Λος Αντζελες. Επρόκειτο ως επί το πλείστον για παλιά θέατρα ή μιούζικ χολ της δεκαετίας του 20 και του 30, των οποίων οι ένδοξες μέρες είχαν περάσει προ πολλού και τώρα χρησίμευαν στο να προβάλλουν κάθε κινηματογραφικό κατακάθι που μπορούσες να συναντήσεις. Οι περισσότερες από αυτές τις σάλες ήταν ως επί το πλείστον ετοιμόρροπες ή σε άθλια κατάσταση. Οι ταπετσαρίες τους είχαν φθαρεί, τα χρώματα στους τοίχους είχαν ξεφτίσει, ποντίκια κυκλοφορούσαν τακτικά ανάμεσα στα καθίσματα, τα πατώματα ήταν βρόμικα, σκουπίδια βρίσκονταν αφημένα παντού. Σε αυτές τις αίθουσες που λειτουργούσαν ολημερίς και ολονυχτίς έβρισκε καταφύγιο κάθε καρυδιάς καρύδι. Οποιοσδήποτε μπορούσε να περάσει τη μέρα και, συχνά, τη νύχτα του εκεί».

Θα πρέπει βέβαια να υπήρχε ένα έντονο στοιχείο κινδύνου στο να συχνάζει κανείς σε τέτοιες αίθουσες...

Εννοείται. Μερικές από τις αίθουσες αυτές ήταν όντως πολύ επικίνδυνες. Ιδίως τα σινεμά στα οποία οι προβολές συνεχίζονταν όλο το βράδυ και η σάλα δεν έκλεινε, παρά μόνο για λίγες ώρες ανάμεσα στα ξημερώματα και τις πρώτες ώρες της επόμενης μέρας. Εκεί λοιπόν έβρισκαν ευκαιρία να τρυπώσουν άστεγοι, κάθε λογής αλήτες, πουτάνες που έδιναν ραντεβού με τον νταβατζή τους, βαποράκια, ανώμαλοι, αρχηγοί συμμοριών που έκαναν τις δοσοληψίες τους στα σκοτεινά, μικροκακοποιοί που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το κυνήγι της αστυνομίας. Ενας συνετός θεατής, που ήθελε σώνει και καλά να δει μια ταινία σε αυτά τα σινεμά, θα αγόραζε λογικά εισιτήριο για κάποια από τις απογευματινές προβολές, όπου τα πράγματα ήταν σαφώς πιο ασφαλή και λιγότερο ύποπτα. Η αλήθεια όμως είναι ότι υπήρχε κάτι το τρομερά συναρπαστικό σε εκείνες τις βραδινές, μεταμεσονύκτιες προβολές. Μια απίστευτη ένταση και μια αγωνία: για το αν θα καταφέρεις να τη βγάλεις καθαρή εκεί μέσα μέχρι να τελειώσει το φιλμ που είχες πάει να δεις. Ή θα βρισκόσουν με κανένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη. Πολλές φορές, από την άλλη, το γεγονός ότι η πελατεία του συγκεκριμένου σινεμά είχε να κάνει με θαμώνες βγαλμένους κυριολεκτικά από τον υπόκοσμο προσέδιδε μια επιπλέον γοητεία στα επί οθόνης δρώμενα. Εβλεπες για παράδειγμα μια αστυνομική ταινιούλα με πόρνες και παρανόμους και δίπλα σου μπορεί να κάθονταν ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι. Ενιωθες επιπλέον και λίγο περήφανος συχνάζοντας σε αυτά τα σινεμά. Διότι αν δεν τύχαινε να δειλιάσεις και έμενες στην προβολή μέχρι τέλους, σήμαινε ότι ήσουν διατεθειμένος να ρισκάρεις ακόμη και τη ζωή σου για να δεις μια ταινία. Πόσοι σημερινοί θεατές είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάτι τέτοιο; Πόσοι είναι αποφασισμένοι να ισχυριστούν ότι αγαπούν το σινεμά μέχρι θανάτου; (γέλια)

Ποια είναι η πρώτη grindhouse ταινία που θυμάστε να έχετε δει στη ζωή σας;

Χαα! Οταν ήμουν ακόμη πιτσιρικάς, η γιαγιά μου με είχε πάει σε μια αίθουσα του Μοντεμπέλο να δούμε τη «Συμμορία Με Τα Ντόμπερμαν». Μια ταινία ιδανική για όλη την οικογένεια που είχε τύχει να πετύχουμε αρκετές φορές στην τηλεόραση και μας άρεσε πολύ. Ολως περιέργως, η «Συμμορία Με Τα Ντόμπερμαν» έτυχε στη συγκεκριμένη προβολή όπου βρισκόμασταν να συνοδεύεται από μια ακόμη ταινία: Ενα φιλμ τρόμου του Φιλιππινέζου σκηνοθέτη Εντι Ρομέρο με τίτλο «Τwilight Ρeople», που αποτελούσε παραλλαγή στο «Νησί Του Δόκτορος Μορό» και είχε την Παμ Γκριρ για ηθοποιό. Μου κάνει εντύπωση πως η γιαγιά μου δεν με πήρε να φύγουμε, αλλά μείναμε να δούμε το φιλμ μέχρι τέλους. Αυτή ήταν ουσιαστικά και η πρώτη αληθινά grindhouse ταινία που έτυχε ποτέ να δω.

Από εκεί και έπειτα;

Χρειάστηκε να περιμένω μερικά χρόνια μέχρι να φαίνομαι αρκετά μεγάλος, ώστε να μπορώ να μπαίνω ανενόχλητος στα «Ακατάλληλα». Οταν η στιγμή έφτασε, άρχισα να πηγαίνω συνέχεια στο συνοικιακό μου σινεμά και να βλέπω οτιδήποτε παιζόταν εκεί. Θα πρέπει να είδα κάθε ταινία κουνγκ φου που κυκλοφόρησε από τα μέσα του 70 και μετά!

Τι σας έκανε να αγαπήσετε τόσο πολύ αυτές τις ταινίες;

Κοίταξε. Από παιδί ήξερα ότι μερικά πράγματα που αναζητούσα στο σινεμά δεν επρόκειτο να τα βρω σε κανένα χολιγουντιανό φιλμ. Θα το έβρισκα σε b-movies, blaxploitation, ιταλικές δημιουργίες φρίκης, τέτοια πράγματα. Οι grindhouse κινηματογράφοι ήταν αληθινό σχολείο για τέτοιου είδους φιλμ. Κι ενώ στην αρχή δυσκολευόμουν να διακρίνω κάτι πραγματικά αξιόλογο πίσω από τη φτήνια και τον συχνό ερασιτεχνισμό τους, με τον καιρό άρχισα να διαπιστώνω πόσο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίαζαν αυτές οι ταινίες. Κυρίως πόσο εφευρετικές ήταν στη χρήση των ελάχιστων μέσων παραγωγής που διέθεταν και πόσο απίστευτα φιλελεύθερες αποδεικνύονταν στον τρόπο που χειρίζονταν ζητήματα όπως το σεξ και η βία.

Κάποια στιγμή αποφασίσατε με τον Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ να κάνετε το δικό σας grindhouse πρόγραμμα. Ενώνοντας δυο διαφορετικές ταινίες, μία από τον καθένα σας, σε ένα «πακέτο» που θα περιελάμβανε όλη την εμπειρία μιας τέτοιας προβολής: Τις φθαρμένες από τη πολλή χρήση κόπιες, τα τρέιλερ ανάμεσα στα δυο φιλμ, τις σκηνές που έλειπαν, τις φτηνιάρικες αφίσες. Τι ακριβώς θέλατε να πετύχετε με ένα τέτοιο πείραμα;

Νομίζω ότι όπως ο Ρόμπερτ, έτσι κι εγώ μοιράζομαι με μερικούς σκηνοθέτες εκεί έξω την ίδια αδυναμία. Μεγαλώνοντας, νιώσαμε κάποια στιγμή όλοι μας την ανάγκη να αναπαράγουμε την πρωτόγνωρη εκείνη συγκίνηση που μας έκανε να αγαπήσουμε και να παθιαστούμε εξαρχής τόσο πολύ με το σινεμά. Χρησιμοποιούμε, λοιπόν, το έργο μας μερικές φορές με σκοπό να επιστρέψουμε στις ταινίες εκείνες που μας είχαν συνεπάρει όταν ήμασταν παιδιά, έφηβοι. Το πιο σημαντικό πράγμα για εμάς, όταν πραγματοποιούσαμε το «Grindhouse», ήταν να γυρίσουμε πίσω σε εκείνα τα ατέλειωτα απογεύματα και βράδια που περάσαμε μπροστά από μια μεγάλη οθόνη. Θέλαμε συνάμα να αναβιώσουμε την ατμόσφαιρα και την εμπειρία του να βρίσκεσαι σε μια κακόφημη αίθουσα πίσω στις μέρες του 70, βλέποντας δυο δευτεροκλασάτες ταινίες τη μία μετά την άλλη. Μαζί με τα διαφημιστικά τους, την κατεστραμμένη τους εικόνα, τα πάντα. Ηταν κάτι πραγματικά μοναδικό, ξέρεις, το να συμμετέχεις σε μια τέτοια εμπειρία. Ο κόσμος εξακολουθεί φυσικά και σήμερα να επισκέπτεται τις αίθουσες κατά ορδές, αλλά η συγκίνηση που κρυβόταν κάποτε πίσω από το αίσθημα της μαζικής συμμετοχής σε κάτι -όπως είναι ένα βράδυ στο σινεμά- έχει πια χαθεί.

Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Πηγαίνουμε πια να δούμε μια ταινία σε κάποιον κινηματογράφο από καθαρή συνήθεια. Οχι από την ανάγκη να γίνουμε μέτοχοι αυτής της συνωμοτικής κατάστασης που προσφέρει η σκοτεινή αίθουσα. Με το «Grindhouse» προσπαθήσαμε να αναπαράγουμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε εκείνο το απαράμιλλο κλίμα των ημερών του 70. Σιχαίνομαι να παίζω τον ρόλο του παραδοσιακού και παλιομοδίτη τύπου, ο οποίος γκρινιάζει συνεχώς για το πόσο καλύτερα ήταν τα πράγματα στο παρελθόν. Ομως, λυπάμαι που το λέω, η εμπειρία της επίσκεψης στο σινεμά δεν είναι πλέον αυτό που ήταν κάποτε.

Γιατί πιστεύετε ότι το «Grindhouse» δεν υπήρξε εξίσου πετυχημένο στα αμερικανικά ταμεία, όπως συνέβη με τις άλλες ταινίες σας;

Αν θέλεις να είσαι απολύτως ακριβής στα λόγια σου, θα πρέπει να ρωτήσεις γιατί το «Grindhouse» δεν ήταν ΚΑΘΟΛΟΥ πετυχημένο στα αμερικανικά ταμεία. Αυτή είναι, δυστυχώς, η αλήθεια και δεν υπάρχει νόημα στο να μην το παραδέχομαι. Ποιος είναι ο λόγος για την αποτυχία του φιλμ; Νομίζω ότι το πράγμα ήταν τελικά πολύ απλό: ο κόσμος δεν είχε όρεξη να δει δυο ταινίες, τη μία μετά την άλλη. Το μέσο αμερικανικό κοινό δεν θέλει να βγει πια έξω το σαββατοκύριακο για να δει δυο ταινίες, ακόμη κι αν τους τις προσφέρεις στο αντίτιμο του ενός εισιτηρίου. Το μόνο που αποζητά πλέον ο κόσμος στο τέλος της εργάσιμης εβδομάδας του είναι να συνδυάσει ένα δείπνο σε κάποιο εστιατόριο με μία ταινία, πριν ή μετά το φαγητό. Αν του γαμήσεις το δείπνο, επειδή η δική σου κωλοταινία είναι μεγάλη σε διάρκεια, τότε την πάτησες. Δεν πρόκειται να πατήσει κανείς στο σινεμά! Μοιάζει τόσο προφανές όλο αυτό, τώρα που το σκέφτομαι ψύχραιμα. Παραμονές εξόδου της ταινίας, όμως, δεν μπόρεσα να το φανταστώ. Ζούμε στην εποχή όπου μια ταινία πρέπει οπωσδήποτε να πάει καλά το πρώτο σαββατοκύριακο εξόδου της, αν θέλει να επιβιώσει εκεί έξω. Τι να πω;

Μοιάζετε διαρκώς καλοπροαίρετος και συγκαταβατικός στις συνεντεύξεις σας, πράγμα που με κάνει μερικές φορές κι αναρωτιέμαι για το αν έχει τύχει να βρεθείτε ποτέ εκτός εαυτού. Στα γυρίσματα κάποιας ταινίας, ας πούμε.

Στην όλη διαδικασία ενός μακροσκελούς γυρίσματος, ενδέχεται να υπάρξουν δυο ημέρες όπου είναι μάλλον βέβαιο ότι θα συμπεριφερθώ σαν ένας γκρινιάρης μπάσταρδος. Υπάρχει ένα υπέροχο b-movie σχετικό με το making of μιας ταινίας, το οποίο δεν πρέπει να έχουν δει αρκετοί άνθρωποι. Εχει τίτλο «Ηollywood Μan», είναι γυρισμένο το 1976, ο σκηνοθέτης του ήταν ο Τζακ Στάρετ. Σε κάποιο σημείο του φιλμ, οι συντελεστές της επικείμενης ταινίας μαζεύονται στην κουζίνα του μοτέλ στο οποίο διαμένουν, προκειμένου να κάνουν ένα meeting με την παραγωγή. Είναι νωρίς το πρωί και συζητούν ένα σωρό προβλήματα που έχουν προκύψει. Κάποια στιγμή εκεί που μιλάνε, ο σκηνοθέτης της ταινίας που υποτίθεται ότι βλέπουμε να γυρίζεται πετάγεται επάνω και αρχίζει να φωνάζει «Αυτό ήταν! Βαρέθηκα! Βαρέθηκα, γαμώτη μου!» Εχω δει την ταινία κανα-δυο φορές στο παρελθόν και, όταν έτυχε να την πετύχω ξανά μετά τα γυρίσματα του «Κill Βill», που διήρκεσαν ένα χρόνο και ήταν σκέτος πονοκέφαλος, η σκηνή που σου περιέγραψα με έκανε να γελάσω υστερικά. Γιατί αυτή είναι η τέλεια έκφραση που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας σκηνοθέτης, όταν έχει αρχίσει πλέον να τα χάνει για τα καλά. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος να εκφράσεις τη στιγμή που νιώθεις ότι έχεις φτάσει «ως εδώ και μη παρέκει». Μου έχει τύχει κι εμένα, πρέπει να πω, κάποια φορά. Ηταν στα γυρίσματα του «Κill Βill». Ασχολιόμουν εννέα μήνες με το συγκεκριμένο φιλμ, ώσπου κάποια στιγμή πραγματικά δεν άντεξα. Είχα σιχαθεί να γυρίζω αυτή τη γαμημένη ταινία. Είχα σιχαθεί το να πρέπει να σηκωθώ νωρίς κάθε πρωί, να μην έχω την παραμικρή προσωπική ζωή, να πρέπει να απαντάω στις ερωτήσεις και τις απορίες του καθενός. Ξέσπασα, λοιπόν, κι εγώ σε φωνές. Εγινα αφόρητος. Μετά βρήκα την ψυχραιμία μου και συνετίστηκα. Ξέρεις όμως τι πιστεύω; Νομίζω ότι κάθε λίγο και λιγάκι γίνεσαι μαλάκας μόνο και μόνο για να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να γίνεις κάτι τέτοιο. Οτι είσαι άνθρωπος και δεν χρειάζεται να κάνεις το σωστό συνέχεια. Αμέσως μετά επανέρχεσαι στα φυσιολογικά σου και είναι σαν να μην συνέβη τίποτα (γέλια).

Πόσο σοβαρά παίρνετε τις αναφορές που επικαλείστε στο «Death Ρroof»;

Ο καλύτερος τρόπος να αποτίσεις φόρο τιμής σε ένα είδος ταινιών, οποιοδήποτε είδος, είναι πρωτίστως να το σέβεσαι. Να το αγαπάς πραγματικά. Κι εγώ λατρεύω τα φιλμ στα οποία αναφέρομαι. Τους χρωστάω την καριέρα μου.