Ο Δολοφόνος Μέσα Μου

20.09.2010
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του θρυλικού συγγραφέα παλπ ιστοριών, Τζιμ Τόμσον, η κινηματογραφική μεταφορά του «The Killer Inside Me», από τον Μάικλ Γουίντερμπότομ, αφηγείται την ιστορία ενός όμορφου, γοητευτικού και σεμνού βοηθού σερίφη μιας μικρής πόλης, του Λου Φορντ.

Ο Λου Φορντ, γόνος ευυπόληπτης οικογένειας και βοηθός σερίφη σε μια ήσυχη κωμόπολη του Τέξας στα χρόνια του ‘50, καλείται από τον προϊστάμενό του να αναγκάσει σε φυγή από την περιοχή μια νεαρή πόρνη που διατηρεί σχέσεις με τον γιο ενός τοπικού παράγοντα.

Ωστόσο, σαγηνεμένος από την ομορφιά και τις μαζοχιστικές της τάσεις, ξεκινά ο ίδιος μαζί της μια σχέση διαστροφής. Και είναι τόσο βαθιά τα βίαια ένστικτα που ξυπνά μέσα του η κοπέλα, που αποφασίζει κάποια στιγμή, κι ενώ έχει ήδη συνωμοτήσει μαζί της σε μια απόπειρα εκβιασμού να την ξεφορτωθεί μια και καλή...

Τούτο το έγκλημα που φθάνει στο πρώτο 20λεπτο σαν γροθιά στο στομάχι μας λόγω της αναπάντεχα εκρηκτικής βιαιότητάς του, είναι μονάχα το πρώτο από μια σειρά εξίσου φρικιαστικών φόνων που πρόκειται να διαπράξει στη συνέχεια ο κατά τα φαινόμενα ευγενής και γαλήνιος Φορντ.


Τα κίνητρα
Ομως γιατί; Ποια είναι τα κίνητρά του; Γιατί... έτσι απαντά ο σκηνοθέτης Μάικλ Γουιντερμπότομ στο «Ο δολοφόνος μέσα μου», αφήνοντάς μας να βγάλουμε τη δική μας άκρη από τρεις τέσσερις όλες κι όλες σύντομες φλασιές από την παιδική ηλικία του ήρωα. Πάντως η ψυχανάλυση ποσώς τον ενδιαφέρει όπως καθόλου δεν απασχολούσε ούτε τον Τζιμ Τόμσον στο ομότιτλο βιβλίο του όπου βασίστηκε η ταινία - γραμμένο, όχι τυχαίο στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, όταν ο αμοραλισμός στα φιλμ νουάρ και ο υπαρξισμός στα λογοτεχνικά ρεύματα κόχλαζαν σε συγκοινωνούντα δοχεία.

Θεματικά, ο παραγωγικότατος, πάντα ορεξάτος για πειραματισμούς Γουιντερμπότομ (έχει ασχοληθεί με τον τρόπο του με όλα σχεδόν τα κινηματογραφικά είδη) τιμά τούτη την εντροπία μέχρι τελευταίου καρέ, με συνέπεια στην παράδοση των μεγάλων φιλμοποιών του νουάρ και πολύ κοντά στο πνεύμα σημερινών απογόνων τους - όπως των αδελφών Κοέν.

Στιλιστικά, ωστόσο, στη χρήση δηλαδή των εκφραστικών του μέσων, φαίνεται μάλλον αναποφάσιστος. Αν οι παλιοί επιστράτευαν τον εξπρεσιονισμό για να επικοινωνήσουν το είδος, και οι Κοέν χρησιμοποιούν τώρα το κυνικό χιούμορ ή συχνά τον υπερρεαλισμό, ο Γουιντερμπότομ δεν έχει δική του φόρμα να προτείνει - καμία τουλάχιστον με τονικότητα και συνοχή.

Για παράδειγμα, ενώ λειτουργεί έξοχα η επιλογή του Κέισι Αφλεκ, με την μπεμπεδίστικη φάτσα και την ψιλή, σχεδόν θηλυπρεπή, φωνή του, στον ρόλο του σαδιστή φονιά (η αντίθεση ως απόλυτα δημιουργικό εκφραστικό μέσο, που αφορά και την εικόνα της γαλήνιας, ληθαργικής πόλης σε σχέση με τη βία που αναμένεται να την αναστατώσει), δεν υπάρχει η παραμικρή ιδιαιτερότητα στο στήσιμο, τη φωτογράφηση και την εναλλαγή των πλάνων που να προσδίδουν στο σύνολο την αίσθηση δυναμισμού ή έστω παρακμής ενός σωστού αστυνομικού νουάρ.

Οχι, πάντως, πως η στιλιστική ανισότητα ισοπεδώνει τις αρετές ενός φιλμ αξιοπερίεργου, που, αν μη τι άλλο, δεν θα αφήσει κανέναν θεατή ατάραχο.

Ρόμπυ Εκσιέλ