Ο Χουάν Αντόνιο Μπαγιονά και το «Ορφανοτροφείο» του

20.11.2007
Η πιο τρομακτική ταινία της χρονιάς μιλάει Ισπανικά, ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο δηλώνει εκτός από παραγωγός της και ο πιο μεγάλος της θαυμαστής και δυστυχώς δεν υπάρχει περίπτωση να μάθετε περισσότερα γι αυτήν παρά μόνο αν υποσχεθείτε να κρατήσετε το στόμα σας κλειστό!

Κείμενο - Συνεντεύξεις: Μανώλης Κρανάκης

Η πιο τρομακτική ταινία της χρονιάς μιλάει Ισπανικά, ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο δηλώνει εκτός από παραγωγός της και ο πιο μεγάλος της θαυμαστής και δυστυχώς δεν υπάρχει περίπτωση να μάθετε περισσότερα γι αυτήν παρά μόνο αν υποσχεθείτε να κρατήσετε το στόμα σας κλειστό!

.%PHOTO1RIGHT%

Εξι μήνες μετά την πρώτη προβολή του «Ορφανοτροφείου» στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών, το ντεμπούτο του μόλις 32χρονου Χουάν Αντόνιο Μπαγιονά μοιάζει να έχει ήδη κατακτήσει τη δική του θέση στην ιστορία του κινηματογραφικού τρόμου. Φαινόμενο εισπράξεων ήδη στην Ισπανία, επίσημη υποψηφιότητα της χώρας για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και με προοπτικές μίας επικείμενης πρωτοφανούς παγκόσμιας επιτυχίας, ζει για την ώρα μόνο στο μυαλό όσων το έχουν δει και οι οποίοι ακόμη κι αν ήθελαν να μιλήσουν γι αυτό έχουν συνηγορήσει ερήμην σε μία μυστική συμφωνία να τηρήσουν σιγή ιχθύος. Οχι μόνο για να μην αποκαλύψουν το μυστικό της ταινίας, που λίγα λεπτά πριν το τέλος, απογειώνει μία ιστορία γοτθικού τρόμου σε ένα ανατριχιαστικό και ακραία συγκινητικό οικογενειακό δράμα αλλά γιατί το «Ορφανοτροφείο» ανήκει σε αυτήν την σπάνια κατηγορία ταινιών που το μόνο που ζητούν από τους θεατές είναι να μπουν στην σκοτεινή αίθουσα χωρίς να γνωρίζουν τίποτα. Εκτός από το γεγονός ότι αυτό που θα δουν είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ενός νεαρού Ισπανού που, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, αποφάσισε κόντρα σε όλες τις προβλέψεις περί έλλειψης εμπειρίας να κερδίσει ολοκληρωτικά και τον θαυμασμό του.

.%PHOTO2LEFT%

Μια τόσο μακρινή απουσία

"Το «Ορφανοτροφείο» είναι κάτι περισσότερο από μία ταινία τρόμου. Αν και βασίζεται στα υπερφυσικά φαινόμενα τα οποία περιγράφει, είναι μία από τις πιο αριστοτεχνικές και όμορφες ιστορίες απώλειας που έχω δει ποτέ. Από τη στιγμή που διάβασα το σενάριο κατάλαβα πως εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μία σπουδαία ιστορία τρόμου από αυτές που πρωτίστως θα μου άρεσε πάρα πολύ να δω ως θεατής". Πνευματικός πατέρας του νεαρού Μπαγιονά, ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο είναι παραπάνω από σαφής: Το «Ορφανοτροφείο» είναι μία ταινία που σε τοποθετεί στο κέντρο μίας σκοτεινής, ανατριχιαστικής και απειλητικής ατμόσφαιρας μίας τυπικής ιστορίας φαντασμάτων την ίδια στιγμή που το πραγματικό του θέμα είναι η σχέση μίας μητέρας με το παιδί της, το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην επώδυνη ενηλικίωση, ο τρόμος της κρίσιμης στιγμής που αφήνεις πίσω την οικογένεια σου για να περπατήσεις μόνος σου -χωρίς κανείς να σου κρατάει το χέρι και να σε οδηγεί- στη διαδρομή προς την αληθινή ζωή.

.%PHOTO3RIGHT%

"Ηταν μεγάλη έκπληξη, ενώ γνώριζα ήδη από μικρός τον Γκιγιέρμο, όταν είδα τελικά τον «Λαβύρινθο Του Πάνα», γιατί και οι δύο ταινίες περιστρέφονται γύρω από την ιδέα τού πόσο χρειαζόμαστε τη φαντασία για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Ηταν ο πιο καταπληκτικός παραγωγός. Μας επισήμανε ατέλειες στο σενάριο αλλά ποτέ δεν θέλησε να περάσει η γνώμη του χωρίς πρώτα να τη συζητήσουμε. Στην πραγματικότητα, διατήρησε περισσότερο το ρόλο του εμψυχωτή".

Κρύβοντας περισσότερες, ωστόσο, από μία αλήθειες για την πραγματική του σχέση με την οικογενειακή «τραγωδία» που εκτυλίσσεται στην ταινία του, ο Χουάν Αντόνιο Μπαγιονά αποκαλύπτει όσα μπορούν να αφορούν ένα ευρύτερο κοινό: "Το Ορφανοτροφείο πραγματεύεται τον τρόμο του χωρισμού. Ολοι οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι που στο παρελθόν έχουν βιώσει το τραύμα του χωρισμού ή ζουν στο σήμερα με τον τρόμο ενός επικείμενου χωρισμού. Και είναι αυτός ο τρόμος που τελικά μετατρέπει τη φαινομενική ευτυχία τους -σε ένα σπίτι που έχει φτιαχτεί με όλη την αγάπη που θα φτιαχνόταν ένα καταφύγιο- σε έναν αποκαρδιωτικό εφιάλτη".

Και δεν είναι τυχαίο ότι οι αναφορές του επιστρέφουν συνεχώς στην αριστουργηματική ιστορία φαντασμάτων του «Τhe Ιnnocents» του Τζακ Κλέιτον και στην κλασική κληρονομιά του «Τhe Ηaunting» του Ρόμπερτ Γουάιζ. Το «Ορφανοτροφείο» θα μπορούσε να είναι έχει φτιαχτεί στο Χόλιγουντ. "Δεν ήθελα γυρίσω το φιλμ με τον τρόπο που φτιάχνουν σήμερα τις ταινίες τρόμου. Στην πραγματικότητα, "Το Ορφανοτροφείο ήταν ο δικός μου φόρος τιμής στις αγαπημένες μου δημιουργίες τρόμου που έβλεπα όταν ήμουν μικρός. Ηθελα να γίνει με τον κλασικό τρόπο, να γυριστεί εξ ολοκλήρου σε στούντιο".

.%PHOTO4LEFT%

Χωρίς Οικογένεια

«Το Ορφανοτροφείο» ξεκινάει στο σήμερα. Οταν η Λάουρα επιστρέφει, τριάντα χρόνια μετά, μαζί με τον άντρα της και τον ανήλικο γιο της στο ορφανοτροφείο όπου μεγάλωσε δίπλα στη θάλασσα με έναν και μοναδικό στόχο: να ξαναλειτουργήσει το «σπίτι» της σαν ένα σπίτι για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Καθώς η μέρα για τα εγκαίνια πλησιάζει, ο επτάχρονος Σιμόν μοιάζει να έχει αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση με τους αόρατους κατοίκους του σπιτιού, την ίδια στιγμή που η Λάουρα επιστρέφει συχνά με το μυαλό της στο παρελθόν ζώντας μία προς μία τις ημέρες της δικής της ενηλικίωσης. Και ξαφνικά, ο Σιμόν θα εξαφανιστεί...

Ο,τι ακολουθεί -και που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αφήσετε κανέναν να σας το μαρτυρήσει- περιγράφεται ήδη από τους δημιουργούς του ως το σημείο όπου οι «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» του Στίβεν Σπίλμπεργκ συναντούν τον «Ενοικο» του Ρόμαν Πολάνσκι.

"Οι ταινίες τρόμου οφείλουν να μας πηγαίνουν σε μέρη που φοβόμαστε να πάμε. Πρέπει να μας δείχνουν πράγματα για τον εαυτό μας που είναι στην πραγματικότητα ενοχλητικά. Η ταινία είναι προφανώς ένας φόρος τιμής στο «Πνεύμα Του Κακού», αλλά στην πραγματικότητα αυτό που αναζητούσα ήταν μία πιο ρεαλιστική ατμόσφαιρα, γι αυτό και αποφύγαμε τα ψηφιακά εφέ. Προσπαθήσαμε σε όλη τη διάρκεια να αφηγηθούμε μία ιστορία φαντασμάτων και την ίδια στιγμή η ταινία να λειτουργεί και ως η πορεία μίας γυναίκας στην τρέλα. Πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα, η ταινία που έδειξα στο συνεργείο ήταν οι «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου». Πιστεύω ότι η διαδρομή της Λάουρα μοιάζει με αυτή του Ρίτσαρντ Ντρέιφους στην ταινία του Σπίλμπεργκ" λέει ο Μπαγιονά, επίλεκτο ήδη μέλος της νέας γενιάς των σκηνοθετών που σε έναν αντιπερισπασμό, κόντρα στην επέλαση του ασιατικού τρόμου, χτίζουν τη δική τους παρακαταθήκη στο σινεμά του φανταστικού.

"Δεν είναι μόδα. Ο τρόμος υπήρξε από τα αγαπημένα είδη του ισπανικού κινηματογράφου. Και ειδικά αυτός που προκύπτει από τα «φαντάσματα» της παιδικής ηλικίας, που επιστρέφουν για να κλείσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς τους", επιβεβαιώνει ο Ντελ Τόρο, «πατέρας» του είδους από την εποχή του δικού του «Cronos» (1993) αλλά και της «Ράχης Του Διαβόλου» που τον έστειλε στο πάνθεον των σπουδαίων σύγχρονων δημιουργών.

Μην αποκαλύψετε το τέλος!

Σε μια περίεργη και μοιραία συγκυρία, η Τζεραλντίν Τσάπλιν, τριάντα χρόνια μεγαλύτερη από τον σκηνοθέτη της, προτιμά να ακούει τον Μπαγιονά να μιλάει για την ταινία. Σε έναν ρόλο- κλειδί στο κέντρο της ιστορίας, αστειευέται: "Φαίνεται ότι μου κάνει καλό που μεγαλώνω, γιατί για κάθε ρυτίδα που ανακαλύπτω στο πρόσωπο μου ακολουθεί μία πρόταση για έναν καλό ρόλο. Δεν θα έλεγα ποτέ όχι σε μια τέτοια ευκαιρία. Τελικά αποδείχθηκε πόσο δίκιο είχα, όχι μόνο γιατί αυτή είναι πραγματικά μια καλή ταινία, αλλά γιατί το διασκέδασα με την ψυχή μου".

Στην ουσία πραγματική αιτία για την όποια ομοιότητα του «Ορφανοτροφείου» με το «Πνεύμα Του Κακού» (σ.σ. θα καταλάβετε!) η Τζεραλντίν Τσάπλιν, δεν είναι όμως η μόνη σπουδαία παρουσία της ταινίας. Στον κεντρικό ρόλο της μητέρας, η Μπελέν Ρουέντα («Η Θάλασσα Μέσα Μου») κουβαλάει στο μελαγχολικό της βλέμμα ολόκληρο το συναισθηματικό φορτίο της ταινίας. Οσο για τον μικρό Σιμόν (που υποδύεται με πειθώ ο μικρός Ρότζερ Πρινσέπ) που στη μέση της ταινίας θα εξαφανιστεί, το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι... υπομονή. Αυτό συνιστά και ο Χουάν Αντόνιο Μπαγιονά, σίγουρος πως στο τέλος θα ανταμειφθείτε ανάλογα.

Και αν, βγαίνοντας από την αίθουσα, συναντήσετε ανθρώπους που για κάποιους λόγους δεν έχουν δει ακόμη «Το Ορφανοτροφείο» μην υποκύψετε στην σαδιστική επιθυμία να τους αποκαλύψετε τι συμβαίνει σ'αυτό.