Ρίτσαρντ Πράιορ - Motherf***er

20.11.2007
Μια σεξουαλική κακοποίηση σε παιδική ηλικία. Μια βίαιη ενηλικίωση. Εξι αποτυχημένοι γάμοι. Δύο καρδιακές προσβολές. Μια απόπειρα αυτοκτονίας. Μια παρ ολίγον ανθρωποκτονία. Μια παραλυτική ασθένεια. Αμέτρητα γραμμάρια κόκας. Και πίσω από όλα αυτά, ο άνθρωπος που άλλαξε το πρόσωπο της αμερικανικής κωμωδίας οριστικά. Εγινε φωνή της μαύρης συνείδησης. Μετέτρεψε την αντίξοη ζωή του σε εκρηκτικό χιούμορ. Και δεν μετάνιωσε μέχρι τέλους για τίποτα.

Από τον Λουκά Κατσίκα

Μια σεξουαλική κακοποίηση σε παιδική ηλικία. Μια βίαιη ενηλικίωση. Εξι αποτυχημένοι γάμοι. Δύο καρδιακές προσβολές. Μια απόπειρα αυτοκτονίας. Μια παρ ολίγον ανθρωποκτονία. Μια παραλυτική ασθένεια. Αμέτρητα γραμμάρια κόκας. Και πίσω από όλα αυτά, ο άνθρωπος που άλλαξε το πρόσωπο της αμερικανικής κωμωδίας οριστικά. Εγινε φωνή της μαύρης συνείδησης. Μετέτρεψε την αντίξοη ζωή του σε εκρηκτικό χιούμορ. Και δεν μετάνιωσε μέχρι τέλους για τίποτα.%PHOTO1RIGHT%

Ο Θεός είπε «είναι μέρος του σχεδίου μου να σε κάνω να υποφέρεις». Κι εγώ του απάντησα «γάμα το σχέδιό σου».

Η αλήθεια πονούσε πάντα σε καθεμιά από τις φλογερές κωμικές παρλάτες που ξεστόμιζε ο Ρίτσαρντ Πράιορ στις ζωντανές εμφανίσεις του. Η αλήθεια πονούσε κι από την πρώτη μέρα που ο ίδιος πάτησε το πόδι του σε αυτό τον κόσμο. Ο Ρίτσαρντ Φράνκλιν Λένοξ Τόμας Πράιορ γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1940 στο μαύρο γκέτο της Πεόρια του Ιλινόις. Η μητέρα του ήταν πόρνη. Η γιαγιά του μαντάμ στο μπουρδέλο της περιοχής. Πρώην πρωταθλητής της πυγμαχίας, ο πατέρας του δούλευε πλέον ως νταβατζής. Αναγκασμένος να μεγαλώνει στο εσωτερικό του πολυσύχναστου πορνείου, ο ανήλικος Ρίτσαρντ ερχόταν καθημερινά σε επαφή με μια ολόκληρη σειρά από ενήλικες ωμότητες. Τα φοβισμένα μάτια του στάθηκαν μάρτυρες σε αμέτρητα μαχαιρώματα, ξυλοδαρμούς, πυροβολισμούς και βιαστικά γαμήσια- πολλά από τα οποία είχαν για πρωταγωνίστρια τη μάνα του. Στα έξι του χρόνια, ενέδωσε ανύποπτος στη σεξουαλική επίθεση ενός νεαρού γείτονα ο οποίος τον υποχρέωσε σε στοματικό έρωτα. Στα δέκα του, ο μικρός είδε τη μάνα του να σκίζει με τα νύχια της τα γεννητικά όργανα του πατέρα του, επειδή εκείνος ύψωσε χέρι επάνω της. Στα δεκατέσσερά του αποβλήθηκε από το σχολείο επειδή γρονθοκόπησε τον δάσκαλό του. Μέχρι να συμπληρώσει τα δεκαοχτώ του χρόνια, ο Ρίτσαρντ Πράιορ είχε ξοδέψει την εφηβεία του κάνοντας άφθονες μικροκλοπές, δουλεύοντας ως προστάτης στα «κορίτσια» του οίκου ανοχής ή εκτίοντας ποινή φυλάκισης στον στρατό, επειδή τραυμάτισε με μαχαίρι έναν λευκό ανώτερό του που έκανε ένα ρατσιστικό αστείο. %PHOTO2LEFT%

Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του από τη Γερμανία όπου ολοκλήρωσε τη στρατιωτική θητεία του και προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην, ο νεαρός άρχισε να παίζει πιάνο σε ένα νυχτερινό κέντρο. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι οι θαμώνες προτιμούσαν λιγότερο το παίξιμό του και περισσότερο τα σποραδικά αστεία που έλεγε για να γεμίζει καμιά φορά τον κενό χρόνο ανάμεσα στα κομμάτια. Κάπως έτσι αποφάσισε ο Πράιορ να αξιοποιήσει αυτή τη κρυμμένη κλίση που φαινόταν να έχει προς το χιούμορ. Για το πρώτο μισό της δεκαετίας του 60 περιπλανήθηκε σε διάφορες μητροπολιτικές stand up σκηνές, χτίζοντας υπομονετικά το όνομά του με βάση ένα λαλίστατο και γαργαλιστικό αλλά διόλου ενοχλητικό είδος κωμωδίας, πρώτος έγχρωμος διδάξας της οποίας ήταν τότε ο Μπιλ Κόσμπι.

Οταν μια πόρνη από τους δρόμους του Κλίβελαντ τον έβαλε να ακούσει έναν δίσκο του ριζοσπαστικού Λένι Μπρους, ο δρόμος του Ρίτσαρντ Πράιορ άλλαξε ριζικά κατεύθυνση. «Αν αυτός είναι ο ορισμός της κωμωδίας» αναρωτήθηκε ο ίδιος «τότε εγώ τι στο διάβολο κάνω; Ο Λένι Μπρους υποστήριζε ότι η αληθινή κωμωδία δεν αφορούσε το να λες αστεία. Αφορούσε το να λες την αλήθεια. Αυτό αποφάσισα, λοιπόν, κι εγώ να κάνω στο εξής: να λέω την αλήθεια». Κάποια νύχτα του 1967, στη διάρκεια μιας εμφάνισής του στο Λας Βέγκας, ο Πράιορ εγκατέλειψε το sold out ακροατήριό του στα μέσα ενός αστείου το οποίο δεν γύρισε ποτέ να ολοκληρώσει. «Ενιωσα ότι δεν είχα τίποτα ουσιαστικό να πω» εξομολογήθηκε και μαζί με τη συγκεκριμένη σκηνή διάλεξε να εγκαταλείψει ολόκληρο τον κόσμο των κωμικών παραστάσεων. Οταν επέστρεψε μερικά χρόνια μετά, ο χαριτωμένος και καλοπροαίρετος Πράιορ αποτελούσε πλέον μακρινή ανάμνηση. Τη θέση του είχε πάρει ένας οργισμένος, μανιώδης κωμικός. Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να τον ακούς να βρυχάται. Και να απομένεις άφωνος.

Καθώς η δεκαετία του 60 όδευε προς το τέλος της, ο Πράιορ μεταμορφωνόταν σιγά σιγά σε έναν αθυρόστομο κήρυκα μιας ρεαλιστικής μαύρης Αμερικής στο περιθώριο. Με το που έπιανε μικρόφωνο άρχισε να δίνει ζωή και έκφραση σε μια προκλητική ανθρώπινη πινακοθήκη από πόρνες, νταβάδες, μέθυσους και πρεζόνια, μεταφέροντας τη γλαφυρή εμπειρία του γκέτο μπροστά σε πολύχρωμα ακροατήρια. Με την έλευση του 70, ο λόγος του έγινε δριμύτερος, τα αστεία του απέκτησαν μια φρενήρη θεατρικότητα, η σάτιρά του έμοιαζε ξεκαρδιστική μ έναν οδυνηρό τρόπο.

Η δική του κωμωδία καυτηρίαζε τα εθνολογικά στερεότυπα, τις φυλετικές διαφορές, την υποκρισία μιας κρυφο-ρατσιστικής χώρας που αποθέωνε την υπεροχή του λευκού και την αιώνια δουλοπρέπεια και υποταγή του μαύρου. Αργά αλλά μαχητικά, ο Πράιορ έπαιρνε τη βρομιά του πεζοδρομίου, την αντίξοη πραγματικότητα των φτωχικών συνοικιών και τη συσσωρευμένη αγανάκτηση της φυλής του και τα μετέτρεπε σε αστείες γροθιές ενάντια στο τότε κατεστημένο. Οι stand up ρουτίνες του βοήθησαν την έγχρωμη συνείδηση να υψώσει ανάστημα, γκρέμισαν την αστική υπεροψία και τον ασφαλή διανοουμενισμό των περισσότερων κωμικών της εποχής, βοήθησαν το αμερικανικό χιούμορ να οσμιστεί τις μυρωδιές και τις αναθυμιάσεις της αληθινής ζωής. Η απήχηση του ιδίου είχε στο μεταξύ εκτοξευτεί στα ύψη, οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση και οι δισκογραφικές του δουλειές συναντούσαν ευρεία απήχηση, μια καριέρα στο σινεμά φαινόταν άκρως υποσχόμενη και μια συντριπτική πλειοψηφία της αντικουλτούρας τον αναγόρευε σε ίνδαλμα και φωνή μιας ολόκληρης μερίδας πληθυσμού που αναζητούσε τρόπο προκειμένου να εκδηλώσει τον θυμό και την αγανάκτησή της.

Στο δεύτερο μισό των seventies, η ιδιωτική ζωή του Ρίτσαρντ Πράιορ έμοιαζε μολαταύτα με πεδίο μάχης. Μέχρι το 77 είχε ήδη χωρίσει τρεις φορές και εμπλακεί σε αμέτρητες κατηγορίες για εκρήξεις ζηλοτυπίας, άσκηση σωματικής βίας μέχρι και παρ ολίγον ανθρωποκτονία: όταν μια από τις συζύγους του απείλησε να τον εγκαταλείψει, ο Πράιορ έστρεψε ένα γεμισμένο Μάγκνουμ 357 προς το μέρος της, για να αδειάσει τελευταία στιγμή το περιεχόμενό του επάνω στο αυτοκίνητό της. Τα περισσότερα από αυτά τα περιστατικά συνδέονταν με μια σχέση διογκούμενης εξάρτησης που ο κωμικός είχε αναπτύξει με την κοκαϊνη και μια πληθώρα από ναρκωτικές ουσίες. Ο αυξανόμενος εθισμός του άρχισε πολύ σύντομα να επηρεάζει και το δημιουργικό μέρος της ζωής του. Το χιούμορ στις εμφανίσεις του γινόταν προοδευτικά πιο επιθετικό, πιο αλλόκοτο, ενώ οι κινηματογραφικές του εμφανίσεις, που είχαν ξεκινήσει λαμπρά με δυο εξαιρετικούς δεύτερους ρόλους στο «Η Κυρία Τραγουδά Τα Μπλουζ» και το «Βlue Collar» του Πολ Σρέιντερ, άρχισαν σταδιακά να ξεπέφτουν σε μετριότητες που είχαν ως κυρίαρχο ερέθισμά τους το χρήμα. Παράλληλα η σωματική του υγεία έστελνε ανησυχητικά μηνύματα. Ενα έμφραγμα που τον βρήκε «ενώ πηδούσα μια από τις πιο ελκυστικές λευκές γυναίκες στον κόσμο» άνοιξε τον δρόμο προς τις σκοτεινές μέρες του 80, προαναγγέλλοντας με σαφή τρόπο την αδιάκοπη κόλαση που τον περίμενε στο εξής.%PHOTO4LEFT%

«Δεν ψόφησα ακόμη, καριόληδες!»
Το πρωί της 9ης Ιουνίου του 1980, στην διάρκεια μιας ψυχωτικής κρίσης που προκάλεσε μια πολυήμερη, μαραθώνια παράδοση στην κόκα, ο Ρίτσαρντ Πράιορ περιέλουσε τον εαυτό του με ρούμι και έβαλε φωτιά. Οι γείτονες και οι περαστικοί του δρόμου που βρίσκονταν έξω από το σπίτι του στο Λος Αντζελες είδαν έντρομοι τον ηθοποιό στις φλόγες- ένας ανθρώπινος πυρσός που έτρεχε ασταμάτητα ουρλιάζοντας κάποιος να τον πυροβολήσει για να βάλει τέλος στην οδύνη του. Η αστυνομία τον βρήκε σε φρικτή κατάσταση λίγα τετράγωνα παρακάτω και τον μετέφερε εσπευσμένα σε νοσοκομείο όπου ο Πράιορ πέρασε ενάμιση μήνα, προσπαθώντας να επουλώσει βαριά εγκαύματα που κάλυπταν το 50% του κορμιού του. Το επεισόδιο χρεώθηκε αρχικά σε ατύχημα που έγινε υπό την επήρεια ναρκωτικών.

Φημισμένος πάντα για τη σοκαριστική ειλικρίνειά του, όμως, ο Πράιορ παραδέχτηκε ανοιχτά ότι είχε προσπαθήσει να βάλει τέλος στη ζωή του. Λίγο καιρό αργότερα μετέτρεψε το τραγικό περιστατικό της αυτοανάφλεξής του σε ένα ξεκαρδιστικό νούμερο των εμφανίσεών του. Αυτό που ακολούθησε, εντούτοις, από την ημέρα που λίγο έλειψε να υποκύψει στα τραύματά του ήταν μια βασανιστική καταβύθιση σε ένα προσωπικό μαρτύριο που ξεκίνησε από εξευτελιστικές επιλογές καριέρας και συνεχίστηκε με τη φθίνουσα φήμη του ηθοποιού, όπως τη ζημίωσαν ανεπανόρθωτα οι αφηγήσεις που διέρρεαν από τον ταραχώδη ιδιωτικό του βίο, αλλά και μια αίσθηση ότι μετά το «εύφλεκτο» συμβάν ο Πράιορ χρειάστηκε να παλεύει καθημερινά με τους δαίμονές του. Η παρακμή του κωμικού οφείλει να θεωρηθεί από την άλλη και ως ένα λογικό επακόλουθο της εποχής όπου η Αμερική τελούσε υπό τη σκιά της συντηρητικής διακυβέρνησης Ρέιγκαν και που ελάχιστη διάθεση είχε να ανεχτεί τις βολές ενός θυμωμένου μαύρου με μαζική επιρροή εντός και εκτός των νοητών συνόρων της φυλής του.

Τρεις εβδομάδες μετά το νοσοκομείο, ο Πράιορ επέστρεψε στην κόκα. Για τα επόμενα χρόνια, οι περισσότεροι ρόλοι που αναλάμβανε στο σινεμά χρησίμευαν για να τρέφουν τους εθισμούς του. Δυο καταστροφικοί ακόμη γάμοι και μια ολιγοήμερη φυλάκιση δεν ανέστειλαν στιγμή την ενασχόλησή του με τον κόσμο των ουσιών. Κατά τραγική όμως ειρωνεία, ο Πράιορ σταμάτησε τις καταχρήσεις, όταν διαγνώστηκε ότι πάσχει από πολλαπλή σκλήρυνση, μια εκφυλιστική ασθένεια των μυών προορισμένη να τον οδηγήσει σταδιακά στην παράλυση, σηματοδοτώντας παράλληλα το υποχρεωτικό πέρας της καριέρας του, την απομόνωση από τον έξω κόσμο, τη χρόνια κατάθλιψη κι ένα πρόωρο φινάλε που τον βρήκε με τη μορφή ενός μοιραίου εμφράγματος, τον Δεκέμβρη του 2005.

Ο Ρίτσαρντ Πράιορ ήταν 65 ετών και έμοιαζε με αποσκελετωμένο ομοίωμα του πρότερου εαυτού του, όταν έφυγε από τη ζωή. Τα τελευταία 20 χρόνια του τα πέρασε υπό ένα καθεστώς ανομολόγητου σωματικού πόνου και ψυχολογικής κατάπτωσης. Αφοσιωμένο του στήριγμα στάθηκε όλον αυτό τον καιρό η Τζένιφερ Λι, τέταρτη σύζυγος της ζωής του την οποία ο Πράιορ είχε κακομεταχειριστεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Σοκαρισμένη από το θέαμα του πρώην άντρα της ο οποίος είχε περιέλθει σε αξιοθρήνητη φυσική κατάσταση, η Λι έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος. Ηταν η μοναδική πράξη συγκινητικής αγάπης σε μια ζωή που υπήρξε εξαρχής καταδικασμένη να ζει χωρίς αυτό το προνόμιο. Και στάθηκε ταιριαστή, ίσως, αυλαία για μια ανθρώπινη ύπαρξη που δεν κατάφερε ή δεν μπόρεσε ποτέ να γνωρίσει τη διαφορά που χωρίζει την κωμωδία από την τραγωδία. %PHOTO5RIGHT%

Pryor Offences / Οι σημαντικότερες εμφανίσεις του στο σινεμά

«Lady Sings The Βlues» (1972) του Σίντνεϊ Φιούρι
Από πιανίστας σε οίκο ανοχής (ένας ρόλος όχι ιδιαίτερα μακριά από τα δικά του αληθινά βιώματα) σε πιστό συνοδοιπόρο της Μπίλι Χόλιντεϊ, ο Πράιορ εκπέμπει ανθρωπιά και γνήσιο δράμα σε έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα που ίσως να αποτελεί και το πιο ειλικρινές πράγμα σε όλη την ταινία.

«Wattstax» (1973) του Μελ Στιούαρντ
Ανάμεσα στα highlights του «μαύρου Γούντστοκ»- όπως έλαβαν χώρα τον Αύγουστο του 1972 στο στάδιο LA Coliseum και τα απαθανάτισε με τον φακό του ο Μελ Στιούαρτ είναι και αυτός ο πυρετικός μονόλογος, τον οποίο ο Ρίτσαρντ Πράιορ παραδίδει μπροστά στους εκατό και κάτι χιλιάδες οργισμένους συγκεντρωμένους της μουσικής διοργάνωσης.

«Silver Streak» (1976) του Αρθουρ Χίλερ
Από τα τέσσερα συνολικά κινηματογραφικά σμιξίματά του με τον κωμικό Τζιν Γουάιλντερ (με ίσως πιο διάσημο το «Δεν Βλέπω Τίποτα, Δεν Ακούω Τίποτα») αξίζει κανείς να θυμάται αυτή τη χιουμοριστική περιπέτεια ως το πιο αξιοπρεπές όχημα στο οποίο ανέβηκε ποτέ το παράξενο αλλά άκρως επιτυχές κωμικό ταίριασμα των δυο ηθοποιών.

«Βlue Collar» (1978) του Πολ Σρέιντερ
Παρά τις φημολογούμενες διαφωνίες και συγκρούσεις με τους συμπρωταγωνιστές του, ο Πράιορ πετυχαίνει στο κοινωνικό ντεμπούτο του Πολ Σρέιντερ να πάρει έναν δύσκολο πρωταγωνιστικό ρόλο και να τον εμβολίσει με σπιρτάδα όσο και απελπισία, πραγματοποιώντας την ομολογουμένως καλύτερη δραματική παρουσία του στην οθόνη.

«Richard Pryor: Live In Concert» (1979) του Τζεφ Μάργκολις
Το σπουδαιότερο stand up ντοκουμέντο που μαγνητοσκοπήθηκε ποτέ παραμένει και η πιο περίτρανη απόδειξη του απαράμιλλου σκηνικού μεγαλείου και της υπερβατικής παρουσίας που υπήρξε σε ολόκληρη τη διάρκεια της περιπετειώδους ζωής και της ακόμη πιο περιπετειώδους καριέρας του ο Ρίτσαρντ Πράιορ για τον κόσμο της κωμωδίας.

(Σημείωση: και οι πέντε ταινίες μπορούν να βρεθούν σε DVD περιοχής 2.)

Super nigger!

H δισκογραφία του Πράιορ είναι ένας περιπετειώδης καμβάς, ένα πάνελ από χιουμοριστικά όργια με αλλεπάλληλους παραλήπτες αλλά κυρίως την Αμερική και την αμηχανία της απέναντι στο black power. Από το 1968 που ξεκίνησε να ηχογραφεί μέχρι και το 1983 που σταμάτησε (τρία χρόνια αργότερα η πολλαπλή σκλήρυνση θα τον οδηγούσε σταδιακά στο αναπηρικό καροτσάκι) ο Πράιορ κυκλοφόρησε ριζοσπαστικούς, τολμηρούς σε πνεύμα δίσκους με αποκορύφωμα το μεσοδιάστημα αυτής της περιόδου, τότε που οι Η.Π.Α. έτρωγαν τα χαστούκια των επιπτώσεων της πετρελαϊκής κρίσης, των πολιτικών σκανδάλων και της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Μέσα σε ένα τέτοιο κοινωνικό πλαίσιο, ο Πράιορ επιτέθηκε στο ρατσισμό του αμερικανικού mainstream, με λόγια και αισθητική που γνώριζε καλά από το «δρόμο». Τα πιο πετυχημένα του άλμπουμ ήταν το «Ιs It Something Ι Said?» (1975, Νο.12 στο αμερικανικό τσαρτ του Billboard) και «Βicentennial Νigger» (1976, No.22) - δύο δίσκοι που ακόμα «δανείζουν» ατάκες στους σύγχρονους απόγονούς του, όπως ο Εντι Μέρφι, ο Κρις Ροκ και ο Ντέιβ Σαπέλ.%PHOTO3RIGHT%

Ο Πράιορ δεν έμπαινε στους ρόλους του ατσαλάκωτος για να τους υποδυθεί - γινόταν ο ίδιος, φορέας της πολεμικής του, αντλούσε από τα προσωπικά του βιώματα - ένα μπαράζ από πάθη, που ξεκινούσαν από τις σχέσεις του με τις γυναίκες και εκτείνονταν στους πειραματισμούς του με τα ναρκωτικά. Για παράδειγμα, η «μαγιά» του άλμπουμ, «Wanted» του 1978 ήταν τα πρωτοσέλιδα της Πρωτοχρονιάς που έστηναν στον τοίχο τον μεθυσμένο Ρίτσαρντ για τους πυροβολισμούς του προς το αυτοκίνητο της γυναίκας του: ο Πράιορ ξεκινώντας από ένα καθαρά προσωπικό του ζήτημα, βρήκε ευκαιρία να μπει στο ρόλο του «καταζητούμενου» και να δημιουργήσει ένα από τα πιο απολαυστικά κωμικά άλμπουμ του 70. Η αυλαία της σταδιοδρομίας του, ως ενεργός «διασκεδαστής», έληξε με τα ζωντανά άλμπουμ της διετίας 1982 - 1983, «Live On The Sunset Strip» και «Ηere And Νow» - από κει και πέρα οι εμφανίσεις του αραίωναν σταδιακά μέχρι την πλήρη αποχή του. Αναζητήστε την κασετίνα της Rhino, «Αnd Its Deep: The Complete Warner Recordings 1968 - 1983» στο οποίο συγκεντρώνονται μέσα σε εννέα CD και τα επτά άλμπουμ που ηχογράφησε για τη Warner με πρόσθετο υλικό και σπάνιες συνεντεύξεις του.

Μάρκος Φράγκος