Μαύρο Λιβάδι

08.02.2010
Βρισκόμαστε το 1654, στην Ελλάδα υπό την κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα απομακρυσμένο γυναικείο μοναστήρι.

Στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα του 1600, ένας Γενίτσαρος σωριάζεται βαριά πληγωμένος στην πύλη ενός απομονωμένου μοναστηριού. Οι μοναχές, υπό την επιτήρηση της αυστηρής ηγουμένης, θα τον μαζέψουν και θα τον περιθάλψουν, ενώ οι δύο που αναλαμβάνουν τη φροντίδα του, αρχίζουν να τον βλέπουν ερωτικά - ειδικά η Ανθή, η νεότερη απ’ όλες και η πιο συνεσταλμένη. Καθώς η έλξη ανάμεσα στην Ανθή και τον Γενίτσαρο είναι αμοιβαία, οι δυο τους θα αποφασίσουν να το σκάσουν, με μερικούς Τούρκους στρατιώτες να βρίσκονται στο κατόπι του δεύτερου. Ομως, η Ανθή κρύβει κάτι: στην πραγματικότητα είναι αγόρι...

Υιοθετώντας αργούς, τελετουργικούς ρυθμούς και έντονο κοντράστ στα χρώματα, ενώ δίνει έμφαση στην πλαστικότητα των εσωτερικών και εξωτερικών, ο Βαρδής Μαρινάκης δίνει ένα ιδιαίτερο δείγμα σκηνοθετικού οράματος στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Με λυρισμό και μεθοδολογία ακριβείας στα πλάνα του δομεί ένα παιχνίδι αναζήτησης της προσωπικής ταυτότητας. Εφαλτήριο το παιδομάζωμα στο ελλαδικό τοπίο του 17ου αιώνα και κορύφωση η ερωτική σκηνή των δύο ηρώων που προκαλεί σοκ και δέος, παιγμένη από τους ηθοποιούς με βάση την ενστικτώδη παρόρμηση, καθώς οι χαρακτήρες τους ανακαλύπτουν όχι μόνο έναν αντικανονικό έρωτα, αλλά κυρίως τους εαυτούς τους.

Το «Μαύρο λιβάδι» κινείται στην παράδοση του φυσιολατρικού σινεμά του Τέρενς Μάλικ και στη λογική της υπέρβασης των συμβάσεων του Νιλ Τζόρνταν και του Γκας Βαν Σαντ. Εκεί που χάνει είναι στην επιλογή να ξετυλίξει το δράμα αποκομμένο από το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, για το οποίο παρέχει ελάχιστες πληροφορίες στον θεατή - απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση του νοήματος της ταινίας, που κάλλιστα θα μπορούσε να εξελίσσεται και στο σήμερα.

Αντα Δαλιάκα

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ