Είδαμε την Ελεονώρα Ζουγανέλη στο ρόλο της Εντίθ Πιαφ [και δεν συγκλονιστήκαμε]

22.03.2015
Την «Πιαφ», την παράσταση – οδοιπορικό για τη ζωή της Εντίθ Πιαφ που σφράγισε το γαλλικό αλλά και το παγκόσμιο μουσικό στερέωμα με τη θρυλική και αισθαντική φωνή της, παρακολουθήσαμε στη σκηνή του θεάτρου Ρεξ του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη στον ομώνυμο ρόλο.

Σημειώστε πως ο μύθος της Πιάφ γεννήθηκε στη σκηνή του «Γκερνί», ενός από τα πιο γνωστά παρισινά καμπαρέ της δεκαετίας του 1930 και πέρασε στην αιωνιότητα τριάντα χρόνια μετά, δίνοντας την τελευταία της συναυλία στο διάσημο παρισινό μιούζικ χόλ «Ολύμπια». Η Πιαφ έζησε τη ζωή της κυριολεκτικά μπροστά στα φώτα της σκηνής. Δεν έκρυψε τίποτα και δε ματάνιωσε για τίποτα. Όλοι οι έρωτες, οι φιλίες, οι πίκρες και οι χαρές της θα γίνουν οι ιστορίες που θα αφηγηθεί στο κοινό της, χρησιμοποιώντας το ανυπέρβλητο χάρισμά της, τη φωνή της.

Μια παράσταση στοίχημα, καθώς πολλοί είναι αυτοί που έχουν προσπαθήσει να αναμετρηθούν με τη ζωή της διάσημης γαλλίδας τραγουδίστριας, λίγοι όμως είναι αυτοί που το έχουν καταφέρει. Δυστυχώς, η παράσταση του Πέτρου Ζούλια δεν έκανε την υπέρβαση, καθώς ήταν μεν αξιοπρεπής, αλλά δεν κατάφερε να μας συνεπάρει, να μας ταξιδέψει και να μας συγκινήσει.

Όχι, η πρωταγωνίστρια Ελεονώρα Ζουγανέλη δεν έφταιγε. Αυτή από την πλευρά της έδωσε τον καλύτερο της εαυτό και μας χάρισε μία τίμια ερμηνεία, για τα προσωπικά της μέτρα και σταθμά. Περισσότερο νιώσαμε πως δεν είχε την σωστή υποστήριξη και καθοδήγηση από ειδικούς εκπαιδευτές. Τα γαλλικά της- στα σημεία που τραγουδούσε γαλλικά- όχι μόνο δεν απέπνεαν γαλλικό αέρα και δε δημιουργούσαν μία καθαρόαιμη παριζιάνικη ατμόσφαιρα, αλλά περισσότερο παρέπεμπαν σε κακή ελληνική προφορά, ενώ φωνητικά το μέταλλο της φωνής της ελάχιστες φωνές μας θύμιζε το ηχόχρωμα της ΠΙαφ.

Έτσι, σ΄όλη τη διάρκεια της παράστασης – μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε το τελευταίο τραγούδι, το Rien- είχαμε την αίσθηση πως ακούγαμε Ζουγανέλη και όχι Πιαφ. Παράλληλα, ενώ κατάφερε με αξιοθαύμαστο τρόπο να μιμηθεί το περπάτημα, το γενικότερο στήσιμο της ηρωίδας και κάποιες από τις χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών της, δεν την «ακολούθησε» στο χαρακτηριστικό της λίκνισμα και στο χαρακτηριστικό της βλέμμα…. Αυτό που μπορούμε, ωστόσο, να της προσάψουμε, είναι πως έμεινε στην ερμηνεία της σ΄ένα πιο επιφανειακό επίπεδο, καθώς δεν κατάφερε να εισχωρήσει απόλυτα στον εύθραυστο ψυχισμό της Πιαφ, έτσι ώστε να μας «μεταγγίσει» τα συναισθήματά της και την τελική της συντριβή.

Το μεγαλύτερο ολίσθημα της παράστασης το εντοπίζουμε κυρίως στη σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, καθώς με τα υπέρ του δέοντος στυλιζαρίσματα, τους ανούσιους στροβιλισμούς της σκηνής, τα επαναλαμβανόμενα ομιχλώδη τοπία και – κυρίως- με την ελληνική λεκτική επένδυση των τραγουδιών, δεν κατάφερε να δώσει ένα ζωηρό ρυθμό στην παράσταση και να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μας. Τα τραγούδια της Πιαφ έχουν χαραχτεί στο μυαλό και στις καρδιές όλων στα γαλλικά, γι΄αυτό και μας ξένισε ιδιαίτερα ο ελληνικός στίχος και μας έβγαλε εκτός κλίματος.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών –πέραν την Ζουγανέλη- δεν μας ενθουσίασαν, καθώς ήταν ως επί το πλείστον υποτονικές και χλιαρές. Σ΄αυτό το μήκος κύματος κινήθηκε και η ερμηνεία της Μυρτώς Αλικάκη. Η Ευγενία Δημητροπούλου στον τελείως για εμάς ανούσιο και άχαρο ρόλο της Αγίας Τερέζας ουδόλως μας συγκίνησε, ενώ η Κωνσταντίνα Τάκαλου στο ρόλο της Μάρλεν Ντήτριχ εγκλωβίστηκε μέσα σε μία αδικαιολόγητη μανιέρα. Μοναδική εξαίρεση ο Χρήστος Στέργιογλου στο ρόλο του κυρίου Λε Πλεν, που έδωσε με την ερμηνεία μια διαφορετική ποιότητα στην παράσταση.

Ο Θοδωρής Οικονόμου στη μουσική, τις ενορχηστρώσεις, στο πιάνο και στο γενικότερο μουσικό συντονισμό των μουσικών που έπαιζαν ζωντανά επί σκηνής έκανε εξαιρετική δουλειά και για εμάς τουλάχιστον ήταν ο μόνος που κατάφερε να προσδώσει στην παράσταση μια πιο αυθεντική ατμόσφαιρα, .

Αξίζει να δει κάποιος την παράσταση; Ναι, αρκεί να μην περιμένει πως θα δει και θα ακούσει Εντίθ Πιαφ. Θα δει απλώς μια οριακά αξιοπρεπή παράσταση και την Ελεονώρα Ζουγανέλη να προσπαθεί να κάνει την… υπέρβαση χωρίς όπλα στη φαρέτρα της.

Γεωργία Οικονόμου

[email protected]