Ο σκηνοθέτης Πάμπλο Μπερχέρ μιλά για την διαφορετική «Χιονάτη» του

30.03.2013
O σκηνοθέτης της πολυβραβευμένης ταινίας, που ήταν η πιο πετυχημένη της Ισπανίας, μιλά στο cinemag.gr για το τολμηρό του εγχείρημα, την δυσκολία της παραγωγής και γιατί το «The Artist» ήταν ταυτόχρονα ευχή και κατάρα για την ταινία.

Η παραγωγή βωβών, ασπρόμαυρων παραγωγών δεν έχει στην πραγματικότητα σταματήσει στους σινεφίλ κύκλους, αλλά για το ευρύ κοινό είναι σε μερικές περιπτώσεις κάτι το τελείως άγνωστο. Ή μάλλον θα έπρεπε να πούμε, ήταν: η αναπάντεχη πορεία του «The Artist» μέχρι τα Όσκαρ έβαλε ξανά στο χάρτη το είδος, ανατρέποντας έτσι τις τύχες του.

Η «Χιονάτη» του Πάμπλο Μπερχέρ είχε την τύχη – ή μήπως την ατυχία; - να έρθει μετά από τη χιονοστιβάδα διασημότητας της ταινίας του Μισέλ Χαζαναβίσιους. Τύχη γιατί βοηθήθηκε από την απήχησή της, αλλά ατυχία από την άλλη καθώς έχασε την ευκαιρία να πρωτοτυπήσει αν και τελικά είναι ανώτερη ταινία, γεμάτη από κινηματογραφικές παραπομπές και αγάπη για το ευρωπαϊκό βωβό σινεμά.

Μιλήσαμε στον Πάμπλο Μπερχέρ για το τολμηρό του εγχείρημα, την δυσκολία της παραγωγής και γιατί το «The Artist» ήταν ταυτόχρονα ευχή και κατάρα για την ταινία.

Αποφασίσατε αρχικά ότι θα κάνετε μια βωβή, ασπρόμαυρη ταινία και μετά ήρθε η ιδέα; Ή ήταν η ιστορία που ήδη είχατε που υπαγόρευσε το στιλ;

Είχα την ιδέα για βωβή και ασπρόμαυρη ταινία για δεκαετίες, όταν άρχισα να κάνω μικρού μήκους ως έφηβος. Η αγάπη μου για αυτές ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν. Πήγαινα κάθε χρόνο και έβλεπα πέντε ταινίες τη μέρα – πριν και από σκηνοθέτη, θεωρώ τον εαυτό μου σινεφίλ.

Μια μέρα είδα στη μεγάλη οθόνη και με συνοδεία ζωντανής ορχήστρας το «Greed». Η επίδραση της στιγμής αυτής, της ταινίας και της μουσικής μαζί, ήταν κάτι σαν επανάσταση για μένα. Ανέπτυξα μια εμμονή με το σινεμά και τη δεκαετία του ’20 και να λες την ιστορία μόνο με εικόνες. Αυτή η ιδέα έμεινε μαζί μου.

Επίσης, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 εκδόθηκε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Espana Oculta», «Η Κρυμμένη Ισπανία», από τη μεγαλύτερη Ισπανίδα φωτογράφο, τη Κριστίνα Γκαρθία Ροντέρο. Έχει ασπρόμαυρες φωτογραφίες από νάνους ταυρομάχους, και μία από αυτές τις φωτογραφίες μού έκανε μεγάλη εντύπωση. Έτσι έβαλα τη «Χιονάτη» στο κέντρο αυτής της φωτογραφίας, και πρόσθεσα και λίγο από το «Freaks» του Τοντ Μπράουνινγκ.

Οπότε η ιστορία ήταν από την αρχή της μία μίξη του παραμυθιού, των κινηματογραφικών παραπομπών και των ισπανικών στοιχείων όπως η ταυρομαχία ή το φλαμένκο.

Είχα αυτή τη φωτογραφία στον τοίχο μου για χρόνια οπότε σίγουρα ναι για τις ταυρομαχίες! Και αυτό μου έλυσε κι άλλα προβλήματα: δεν ήθελα να κάνω τη Χιονάτη την κόρη του βασιλιά της Ισπανίας, οπότε σκέφτηκα ότι οι ταυρομάχοι της δεκαετίας του ’20 ήταν κάτι σαν βασιλιάδες. Είχαν μεγάλη περιουσία, ήταν είδωλα του κόσμου και παντρεύονταν λαμπερές γυναίκες. Τα άλλα ήρθαν έπειτα αλλά σχετικά γρήγορα.

Το βωβό σινεμά έχει κάτι σαν ένα τελείως δικό του λεξιλόγιο, έναν τρόπο να εκφράζεται διαφορετικό από το συνηθισμένο. Μελετήσατε επί τούτου τις ταινίες ή θέλατε να μείνετε κάπως μακριά τους, για να μην μπείτε στον πειρασμό να τις αντιγράψετε;

Λίγο και από τα δύο. Είμαι σινεφίλ, και η αγαπημένη μου εποχή είναι ο βωβός του ’20, οπότε τα είχα δει όλα και πολλές φορές μάλιστα! Όλοι αυτοί εφηύραν το λεξιλόγιο του σινεμά, με τον τρόπου που γυρνούσαν, φώτιζαν, σκηνοθετούσαν και μόνταραν.

Από την άλλη, ήξερα ότι δεν ήθελα ένα απλό αντίγραφο. Η ταινία κοιτά πίσω αλλά στοχεύει στο κοινό. Έτσι δεν έβαλα γρατζουνιές, οι ηθοποιοί δεν παίζουν υπερβολικά και ο ρυθμός είναι πολύ πιο γρήγορος. Αν μελετήσεις τις σπουδαίες ταινίες, έχουν δοκιμάσει τα πάντα με την κάμερα, όλα ‘ανακαλύφθηκαν’ τότε.

Φαντάζομαι ότι πρέπει να είχατε ήδη τη χρηματοδότηση ή ήσαστε στα γυρίσματα όταν έκανε την πρεμιέρα του το «The Artist», έτσι; Ή ήταν η δική του επιτυχία που έσπρωξε τη δική σας;

Η πρώτη μου ταινία, «Torremolinos 73», ήταν πολύ πετυχημένη στην Ισπανία αλλά και πάλι μού πήρε δέκα χρόνια να κάνω αυτήν την ταινία. Κυκλοφορώ με το σενάριο από το 2005 προσπαθώντας να την κάνω. Εφτά χρόνια πριν από το «The Artist» κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι μπορεί να γίνει – δεν είναι μόνο περίεργο και ακριβό, είναι και πολύ περίπλοκο από άποψη παραγωγής. Ήταν απίστευτα δύσκολο να μαζέψουμε τα λεφτά, και από πολλές και διάφορες μεριές μάλιστα.

Όταν πρωτο-προβλήθηκε το «The Artist» εγώ είχα ήδη πουλήσει την ταινία μου οπότε, όσον αφορά την χρηματοδότηση, δεν με βοήθησε καθόλου. Φυσικά για τη διανομή ήταν διαφορετικά – ήταν τόσο μεγάλη επιτυχία, που μας άνοιξε πόρτες. Αν και πρέπει να παραδεχθώ ότι όταν έμαθα για αυτό, απογοητεύτηκα, ήταν σαν σοκ (γέλια). Σκέφτηκα, δεν το πιστεύω, είναι μόνο λίγους μήνες πριν!

Βέβαια καμία από τις δύο ταινίες δεν είναι ακριβώς πρωτότυπη, και υπάρχουν χαρισματικοί ανεξάρτητοι σκηνοθέτες που δουλεύουν στο βωβό σινεμά. Απλώς αυτό που μοιραζόμαστε είναι η κλίμακα της παραγωγής: έχουμε μεγάλους προϋπολογισμούς και απευθυνόμαστε στο ευρύ κοινό. Είναι ειλικρινά εμπορικές, προσβάσιμες ταινίες, και ταινίες με τις οποίες μπορεί να ανακαλύψει κάποιος τον βωβό κινηματογράφο.

Είναι αυτή μια ελπίδα σας – το να είναι ο βωβός μία βιώσιμη επιλογή για τους κινηματογραφιστές; Ή πιστεύετε ότι ενδέχεται να είναι απλώς κάτι το αξιοπερίεργο, της μόδας;

Ελπίζω αυτό να μας είναι μάθημα, ότι δηλαδή δεν είναι κάτι το ξεπερασμένο ή βαρετό. Ότι είναι μία μορφή τέχνης σαν όλες τις άλλες, ικανή να εκφράσει κάποιες ιστορίες. Δεν θα πρέπει να υπάρχει διαφορά όσον αφορά τον ήχο ή την έλλειψή του – ο κόσμος δεν πήγε να δει το «The Artist» επειδή ήταν βωβό, πήγε να το δει επειδή ήταν μια καλή και διασκεδαστική ταινία. Αλλά επειδή το σινεμά είναι βιομηχανία, πέρα από τέχνη, η επιλογή υπάρχει τώρα περισσότερο από ποτέ. Όταν εγώ έλεγα ότι ήθελα να κάνω μια τέτοια ταινία, οι άλλοι με νόμιζαν τρελό!

Μπορεί κάποιος στο μέλλον χρησιμοποιήσει την «Χιονάτη» σαν μέρος της πρότασής του! «Έχετε δει τη “Χιονάτη”; Κάτι τέτοιο!»

(γέλια) Αυτό θα ήταν υπέροχο! Αν κάποιος δει την ταινία και αποφασίσει ότι θέλει να δει τις ταινίες στις οποίες παραπέμπει ή ότι θέλει να τη χρησιμοποιήσει σαν παράδειγμα για τα δικά του πλάνα, τότε θα χαιρόμουν πολύ. Όπως χαίρομαι πολύ που έφτασε μέχρι την Ελλάδα η ταινία.