Κυνόδοντας

21.10.2009
Ο πατέρας, η μητέρα και τα τρία τους παιδιά ζουν σε μια μονοκατοικία έξω από την πόλη. Γύρω από το σπίτι υπάρχει ένας ψηλός φράχτης. Τα παιδιά δεν έχουν φύγει ποτέ από το σπίτι...

Αποδομώντας κοινωνικές συμπεριφορές, συνήθειες και ηθικές στο απολύτως βασικό τους ελάχιστο, ο Γιώργος Λάνθιμος (εντυπωσιακός πρώην βιντεοκλιπάς στη δεύτερή του σόλο προσπάθεια μετά την "Κινέττα") κατορθώνει μέσα από αυτή την μοναδική και αξιοπερίεργη ιστορία οικογενειακής απομόνωσης, να πετύχει κάτι που όποιος πιάνει ποτέ κάμερα στο χέρι του αποζητά αλλά μετρημένοι στα δάχτυλα καταφέρνουν: Να στήσει εκ του μηδενός ένα ολοκληρωτικά νέο σύμπαν.


Να εφεύρει -κυριολεκτικά- νέους γλωσσικούς κώδικες. Να επαναπροσδιορίσει τις σχετικές και αλληλένδετες έννοιες του νορμάλ και του αλλόκοτου. Να φανταστεί, εν ολίγοις, μια νέα πραγματικότητα που πριν από την ταινία του δεν υπήρχε. Ο "Κυνόδοντας", χάρη στον τρόπο με τον οποίο απλώνει τις ιδιομορφίες του στην οθόνη, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να πιάσει τον θεατή από το χέρι και να τον ξεναγήσει με ασφάλεια σε αυτό τον νέο τρομακτικό κόσμο, δίνει την αίσθηση πως πριν από τα όσα βλέπουμε, έχει προηγηθεί ένα φιλμ διάρκειας δεκαετιών, μια ολόκληρη Ιστορία που οι ήρωες της ταινίας κουβαλούν μέσα τους, στα παγερά βλέμματα που ανταλλάζουν, στα περίεργα αστεία που μοιράζονται.

Ο Λάνθιμος παρακολουθεί τα συμβάντα από μακριά, επεμβαίνοντας ελάχιστα στα δρώμενα, κρατώντας την κάμερα σε απόσταση, σταθερή, ασυγκίνητη, δίχως καν να παγιδεύει στη ματιά της ολοκληρωμένες σιλουέτες, σε αυτή την ιδανική απεικόνιση σιωπηλών εκρήξεων άβολης οργής από ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς να αντιληφθούν τον κόσμο γύρω τους. Και οδηγεί τις διαδρομές τους με ακρίβεια σε αδιέξοδο, σε ένα φινάλε που φυσικά δεν είναι φινάλε, καθηλώνοντας εξίσου την ψυχή και το νου. Κατακεραυνώνει την αυταρέσκεια της αστικής ημιμάθειας, τους οικογενειακούς δεσμούς που καταλήγουν δεσμά, τον συντηρητισμό που καταπνίγει την παραμικρή διάθεση εξερεύνησης των όσων βρίσκονται έξω από τον στενά οριοθετημένο προσωπικό μας κόσμο. Η σάτιρά του είναι καταιγιστική και συνταρακτική, παρουσιάζεται σχεδόν με τη δομή ενός ψυχρού ψυχολογικού θρίλερ φαντασίας (!), και μπορεί να σε κάνει να θες να βγεις από το πετσί σου την ίδια στιγμή που γελάς με κάτι ενώ αισθάνεσαι πως δε θα έπρεπε.


Είναι αυτή η αναπάντεχα δεμένη συνταγή που κάνει τον "Κυνόδοντα" όχι μόνο ένα άμεσο σοκ που σε μουδιάζει και σε παραλύει καθώς επιχειρείς να το επεξεργαστείς, αλλά και μια βραδυφλεγής βόμβα: Η ταινία, που απολύτως δίκαια βραβεύτηκε στις Κάννες (όντας ίσως η μοναδική ταινία όλου του προγράμματος που τολμά να πάει το σινεμά ένα βήμα πιο μπροστά) και ξεσήκωσε με το word of mouth της το πρόσφατο Φεστιβάλ του Τορόντο κερδίζοντας τον τίτλο του απόλυτου must-see φιλμ (και βέβαιου μελλοντικού cult classic), θα αρνείται για μήνες, και είμαι βέβαιος για χρόνια, αφού τη δεις να παραχωρήσει τη θέση που έχει κερδίσει μέσα σου.

Συγκρίθηκε με Χάνεκε και Τρίερ, μάλλον επειδή αυτά ήταν τα δύο ονόματα που συζητήθηκαν περισσότερο στις φετινές Κάννες. Και θα εξεταστεί σε σχέση με άλλες ντόπιες παραγωγές, μάλλον επειδή όλες τους μαζί αποτελούν το ελληνικό "νεό κύμα". Αλλά στην πραγματικότητα, ο "Κυνόδοντας" είναι μια κατηγορία από μόνος του.


ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ