Ποιες ασθένειες μπερδεύουν τους γιατρούς;

07.06.2016
Υποψιάζεσαι ότι η θεραπεία που κάνεις για τους πόνους στη μέση δεν είναι η σωστή; Αναρωτιέσαι μήπως έφυγες από το γιατρό με λάθος διάγνωση; Ίσως να έχεις δίκιο! Επειδή όμως ο σωστά ενημερωμένος ασθενής βρίσκεται πάντα σε πλεονεκτική θέση, διάβασε παρακάτω!

Κάθε χρόνο καταγράφονται περίπου 1.200-1.500 περιπτώσεις πολιτών που έχουν πέσει θύματα ιατρικού λάθους, ενώ, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, περίπου ένας στους 10 Έλληνες δηλώνει ότι έχει στην οικογένειά του περιστατικό ιατρικού σφάλματος ή σοβαρής παρενέργειας από φάρμακο που συνταγογράφησε κάποιος γιατρός. Όμως και η πενταετής έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Υγιεινής της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (η οποία ολοκληρώθηκε το 2010) αποκαλύπτει ότι: Η κούραση και οι συνθήκες εργασίας οδηγούν σε ενδεχόμενο ιατρικό λάθος έναν στους τέσσερις γιατρούς.

Όταν η ΧΑΠ μπερδεύεται με το άσθμα

Σε πολλούς καπνιστές ο βήχας και τα φλέγματα μπορεί να είναι απλώς συμπτώματα μιας χρόνιας βρογχίτιδας, που οφείλεται στον ερεθισμό των βρόγχων. Όμως, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, το 8,4% των ατόμων που καπνίζουν στη χώρα μας (500.000 άντρες και γυναίκες ηλικίας άνω των 35 ετών) πάσχει από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Αυτοί οι καπνιστές, αν δεν διακόψουν έγκαιρα το κάπνισμα, χάνουν οριστικά ένα πολύ μεγάλο μέρος της αναπνευστικής τους λειτουργίας και καταλήγουν σε αναπνευστική ανεπάρκεια. Ωστόσο, το ανησυχητικό είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, το 25-50% (δηλ. μέχρι ένας στους δύο) από τους ασθενείς με ΧΑΠ μπορεί να πάσχει σοβαρά χωρίς να το γνωρίζει. Και το χειρότερο, πολλοί από αυτούς μπορεί να έχουν φύγει από το γιατρό που επισκέφθηκαν με τη διάγνωση «χρόνια βρογχίτιδα» ή «πνευμονικό εμφύσημα» που αποτελούν κατηγορίες της νόσου.

Τι φταίει για τη λάθος διάγνωση: Συχνά οι ασθενείς δεν απευθύνονται σε ειδικό γιατρό. Πηγαίνουν π.χ. σε παθολόγο αντί σε πνευμονολόγο. Κι όμως ο τελευταίος θα αξιολογήσει περαιτέρω τα συμπτώματά τους με τη χρήση μιας ειδικής εξέτασης της αναπνευστικής λειτουργίας, που λέγεται σπιρομέτρηση. Ακόμα μία αιτία είναι ότι η ΧΑΠ δεν φαίνεται στην ακτινογραφία θώρακος, παρά μόνο σε προχωρημένα στάδια (οι πρώτες ελάχιστες επιπτώσεις στη λειτουργία των πνευμόνων ανιχνεύονται μόνο με τη σπιρομέτρηση).

Μηδενίζεται η περίπτωση λάθους αν: Οι καπνιστές αφιερώσουν περίπου 10 λεπτά για να κάνουν κάθε χρόνο σπιρομέτρηση. Με αυτή την εξέταση ο πνευμονολόγος μετρά αφενός την ποσότητα (τον όγκο) αέρα που μπορεί να εκπνεύσει ο εξεταζόμενος και αφετέρου την ταχύτητα με την οποία εκπνέεται ο αέρας από τους πνεύμονές του. Εάν αυτές οι τιμές μειωθούν κάτω από κάποια όρια, γίνεται η σωστή διάγνωση της ΧΑΠ.

Τα λάθη στην «ανάγνωση» της μαστογραφίας

Συχνά οι γυναίκες ρωτούν αν με τη μαστογραφία είναι απόλυτα εξασφαλισμένες. Κάποιες άλλες αναφέρουν με έκπληξη και απορία πως σε κάποια γνωστή τους, ενώ έκανε μαστογραφία και δεν φαινόταν τίποτα, αποδείχθηκε πως είχε καρκίνο. Τι ακριβώς συμβαίνει και ενώ η μαστογραφία θεωρείται η καλύτερη διαγνωστική μέθοδος που διαθέτουν οι γιατροί για να επιτύχουν την έγκαιρη διάγνωση μιας κακοήθειας, μπορεί να δώσει (σε ποσοστά που κυμαίνονται από 3-15%) ψευδές αποτέλεσμα;

Τι φταίει για τη λάθος διάγνωση: Οι στατιστικές αναφέρονται σε λόγους, όπως:

  • Η περιοχή που υπάρχει ο όγκος να μην έχει περιληφθεί στο φιλμ της μαστογραφίας (δηλ. η μαστογραφία να άφησε έξω κάποιο τμήμα του μαστού στο οποίο υπήρχε ο όγκος).
  • Ο μαστός να είναι πολύ πυκνός (κατάσταση που περιγράφεται ως ακτινοσκιερός μαστός). Σε τέτοιες εικόνες είναι εύκολο να κρυφτεί, να μη φαίνεται ο καρκίνος, ιδίως όταν είναι μικρός.
  • Ο τύπος του καρκίνου να μην είναι ορατός στη μαστογραφία. Αυτό συμβαίνει στα λοβιακά διηθητικά καρκινώματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει ένας μεγάλος όγκος, που να τον ψηλαφίζουν η γυναίκα και ο γιατρός της, αλλά δεν μπορεί να τον δείξει η μαστογραφία.
  • Λάθος «ανάγνωση» της μαστογραφίας από το ή τους γιατρούς ή απουσία προηγούμενης μαστογραφίας που θα επέτρεπε τη σύγκριση με την καινούργια και θα διευκόλυνε στην ερμηνεία κάποιου ευρήματος.

Μηδενίζεται η περίπτωση λάθους αν: Η μαστογραφία γίνεται από έμπειρους ειδικούς σε οργανωμένα κέντρα μαστού (στα οποία η διενέργεια πολλών εξετάσεων αυξάνει την εμπειρία και τη διαγνωστική ικανότητα των γιατρών). Επίσης, αν η εξέταση γίνεται με μαστογράφο υψηλής ευκρίνειας, κατά προτίμηση ψηφιακής τεχνολογίας. Παράλληλα, κατά την εξέταση ο μαστός πρέπει να τοποθετείται σωστά στο μηχάνημα, ώστε να περιλαμβάνεται όλη η έκτασή του και οι μασχαλιαίες κοιλότητες. Τέλος, η περίπτωση λάθους σχεδόν μηδενίζεται αν η μαστογραφία «διαβάζεται» από δύο ακτινοδιαγνώστες, οι οποίοι έχουν εξειδικευθεί στο μαστό και βλέπουν μεγάλο αριθμό μαστογραφιών σε καθημερινή βάση.

Και η κολονοσκόπηση έχει τα «αδύνατα» σημεία της

Η κολονοσκόπηση είναι μια ενδοσκοπική εξέταση, η οποία δίνει τη δυνατότητα στο γαστρεντερολόγο να «δει» με κάθε λεπτομέρεια το εσωτερικό του παχέος εντέρου. Θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς μπορεί να ανιχνεύει φλεγμονώδεις ιστούς, έλκη, ανώμαλα εξογκώματα, πολύποδες και καρκίνο του εντέρου στα πρώτα ακόμα στάδια. Σε πρόσφατη έρευνα, ωστόσο, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Annals of Internal Medicine διαπιστώθηκε ότι μερικοί γιατροί διεξάγουν την εξέταση τόσο γρήγορα, ώστε παύει να έχει τα σωτήρια για τη ζωή του ασθενούς αποτελέσματα, καθώς στη διάγνωση έχει διαφύγει το τυχόν πρόβλημα κακοήθειας.

Τι φταίει για τη λάθος διάγνωση: Όπως δείχνουν οι σχετικές μελέτες, οι γιατροί που βιάζονται να τελειώσουν με την εξέταση, δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν όλους τους πολύποδες που υπάρχουν. Όπως λ.χ. πολύποδες που ενδέχεται να εξελιχθούν σε κακοήθεις και ευθύνονται για τις περισσότερες μορφές καρκίνου του εντέρου. Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι τα λάθη, στην πλειονότητα των κολονοσκοπήσεων, έχουν γίνει από εκπαιδευόμενους γιατρούς και χειρουργούς, οι οποίοι ενδεχομένως δεν ήταν τόσο έμπειροι ή επιδέξιοι να πραγματοποιήσουν την εξέταση όσο ένας γαστρεντερολόγος (ο οποίος έχει μικρότερη πιθανότητα να μη διαπιστώσει έναν καρκίνο του παχέος εντέρου σε σύγκριση με άλλους γιατρούς).

Μηδενίζεται η περίπτωση λάθους αν: Ο έλεγχος γίνεται από έναν έμπειρο γαστρεντερολόγο ή από γιατρό ο οποίος έχει ειδικευθεί στις κολονοσκοπήσεις. Μελέτες έχουν επίσης αποδείξει ότι οι ασθενείς έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να λάβουν ένα «ψευδώς αρνητικό» αποτέλεσμα (λανθασμένα αρνητική απάντηση) όταν η εξέταση γίνεται στο γραφείο του γιατρού απ’ ό,τι σε νοσοκομείο.

Ο δυνατός στομαχόπονος χρειάζεται και καρδιολόγο!

Όταν υπάρχει πρόβλημα στο στομάχι, προκαλούνται συνήθως καούρες και ξινίλες. Όμως καμιά φορά όταν ο ασθενής περιγράφει βαθύ και επίμονο πόνο στο στομάχι, μπορεί αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα στην καρδιά. Ενδέχεται, δηλαδή, να οφείλεται σε στένωση των στεφανιαίων αγγείων. Σε αυτή, λοιπόν, την περίπτωση ο στομαχόπονος μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα και όχι σε εξέταση από καρδιολόγο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει ακόμα και η ζωή του ασθενούς.

Τι φταίει για τη λάθος διάγνωση: Το γεγονός ότι σε αυτή την περίπτωση τα συμπτώματα για το επερχόμενο έμφραγμα δεν είναι τα κλασικά (επίμονος ή οξύς πόνος στο στήθος, που συχνά απλώνεται από το στέρνο προς τους ώμους, τις ωμοπλάτες και το αριστερό χέρι). Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, η λάθος διάγνωση γίνεται συνήθως στο νοσοκομείο. Ο γιατρός π.χ. που έχει εφημερία μπορεί να «παραπλανηθεί» από τα συμπτώματα και να δώσει θεραπεία για το στομάχι στον ασθενή, καθώς και την «άδεια» να επιστρέψει στο σπίτι του.

Μηδενίζεται η περίπτωση λάθους αν: Ελέγχεται χωρίς χρονοτριβή και από καρδιολόγο κάθε επίμονος πόνος ψηλά στο στομάχι (εκεί που τελειώνει το κόκαλο του στέρνου), ιδιαίτερα σε άτομα άνω των 40 χρόνων.

Πόνοι αρθρώσεων, μέσης & αυχένα θέλουν το ρευματολόγο τους

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πανελλήνιας επιδημιολογικής έρευνας, που πραγματοποιήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογικών Ερευνών (ΕΙΡΕ), εκτιμάται ότι 2.500.000 Έλληνες, ηλικίας 19-65 ετών, πάσχουν από κάποια ρευματική πάθηση. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Αλέξανδρος Ανδριανάκος, ρευματολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του ΕΙΡΕ, αν και τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί στη θεραπευτική αντιμετώπιση οι λεγόμενοι «βιολογικοί παράγοντες, που αποτελούν τη σημαντικότερη μέχρι σήμερα θεραπευτική εξέλιξη στις ρευματικές παθήσεις, εντούτοις διαπιστώνεται ότι εξαιτίας μιας λανθασμένης ή μη έγκαιρης διάγνωσης καθυστερεί η εφαρμογή της σωστής θεραπείας, με αποτέλεσμα η νόσος να εγκαθίσταται μόνιμα.

Τι φταίει για τη λάθος διάγνωση: Το γεγονός ότι το 85% του γενικού πληθυσμού –όπως έδειξε η έρευνα– δεν γνωρίζει τι είναι οι ρευματικές παθήσεις, ούτε ότι πρέπει να απευθυνθεί σε ρευματολόγο όταν παρουσιάζει πόνο σε αρθρώσεις ή τένοντες, μέση ή αυχένα, και απευθύνεται συνήθως σε ορθοπεδικό. Έτσι χάνεται πολύτιμος χρόνος.

Μηδενίζεται η περίπτωση λάθους αν: Όσοι παρουσιάζουν πόνο σε αρθρώσεις, τένοντες, μέση, αυχένα ή δυσκαμψία (δηλαδή δυσκολία στις κινήσεις έπειτα από ανάπαυση), διόγκωση ή και ευαισθησία στην πίεση μιας ή περισσοτέρων αρθρώσεων, επισκέπτονται χωρίς καθυστέρηση το ρευματολόγο. Είναι ο μόνος αρμόδιος για να κάνει τη σωστή διάγνωση και, φυσικά, να ορίσει και τη σωστή θεραπεία.

Δες στην επόμενη σελ΄δια πώς να αποφύγεις τα λάθη των γιατρών.

Πώς να αποφύγεις τα ιατρικά λάθη

  • Κάνε μία επανεξέταση σε κάθε περίπτωση που το αποτέλεσμα είναι μη αναμενόμενο, δηλαδή αν οι τιμές των εξετάσεων είναι κατά πολύ υψηλότερες ή χαμηλότερες από τις φυσιολογικές.
  • Πριν ακολουθήσεις οποιαδήποτε σοβαρή θεραπεία που συστήνεται βάσει των ευρημάτων εργαστηριακών εξετάσεων, καλό θα ήταν να επαναλάβεις τις εξετάσεις.
  • Ζήτησε από το γιατρό να σημειώσει το όνομα, τη δοσολογία και τη συχνότητα με την οποία πρέπει να παίρνεις οποιοδήποτε φάρμακο και μην ξεχνάς, όταν τελικά το αγοράσεις, να συγκρίνεις αυτά που σου είπε ο γιατρός με τις συστάσεις του φαρμάκου. Μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Medical Care έδειξε ότι ερευνητές εξέτασαν 3.948 συνταγές και βρήκαν ότι στο 12,4% υπήρχαν λάθη.
  • Αν είναι δυνατόν, φρόντισε να απευθύνεσαι σε... ξεκούραστους ειδικούς. Σύμφωνα με την πενταετή έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Υγιεινής της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ένας στους τέσσερις γιατρούς και ένας στους τρεις ειδικευόμενους υποφέρει από επαγγελματική εξουθένωση (burnout), με επακόλουθο την αύξηση των ιατρικών λαθών.
  • Πριν από την επίσκεψη στο γιατρό κατάγραψε τις ερωτήσεις, εξήγησέ του με σαφήνεια τα συμπτώματα που νιώθεις και αναζήτησε απαντήσεις στις απορίες σου. Η εξατομικευμένη προσέγγιση από την πλευρά του γιατρού και η αποτελεσματική επικοινωνία παίζουν σημαντικό ρόλο.

ΑΠΟ ΤΗ ΡΙΤΑ ΒΕΛΩΝΗ

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Αρμονία, τεύχος 136

Update: Ιούνιος 2016.